Στο πρώτο μέρος αναφέραμε ότι στη δημοκρατία επιτρέπεται ο περιορισμός της ελευθερίας και δράσης αντιδημοκρατικών φορέων, αλλά... Στο δεύτερο μέρος επιχειρώ να επεξηγήσω το πρώτο σκέλος του επιχειρήματος και επεκτείνομαι σε ορισμένα «αλλά».
Σε επίπεδο αρχής, η δημοκρατία διαθέτει ελαστικότητα. Επιδιώκει την εξισορρόπηση των δικαιωμάτων του ατόμου με το γενικό συμφέρον. Προκειμένου να προστατεύσει το κοινό καλό, το συμφέρον της κοινωνίας ή και τις δημοκρατικές ελευθερίες και δικαιώματα ενός εκάστου των μελών της, επιτρέπει να περιοριστούν, στο μέτρο που αυτό είναι αναγκαίο, άλλα δικαιώματα και ελευθερίες. Η λέξη κλειδί εδώ είναι η αναγκαιότητα, ο αναγκαίος δηλαδή χαρακτήρας του περιορισμού της ελευθερίας, όρος ο οποίος -για τους νομικούς- παραπέμπει στην περίφημη αρχή της αναλογικότητας. Καταρχήν, λοιπόν, επιτρέπεται να περιοριστεί η ελευθερία της (κάθε) Χρυσής Αυγής όταν αυτό είναι απαραίτητο για να προστατευθούν άλλες ελευθερίες, άλλα δικαιώματα ατομικά αλλά και το συμφέρον της κοινωνίας ως σύνολο. Με δύο λέξεις, η δημοκρατία ούτε στατική είναι ούτε ένα χρώμα μόνο έχει. Είναι πρωτίστως διαδικασία καθημερινής στάθμισης, ένα δύσκολο παιχνίδι ισορροπιών μεταξύ αντιτιθέμενων συμφερόντων, απόψεων, θέσεων και ιδεών και επιλογής κάθε φορά του κατάλληλου τόνου του γκρι. Οι αξίες που βρίσκονται στον ιδεολογικό πυρήνα της δημοκρατίας, όπως η ελευθερία, μπορούν να περιορίζονται εφόσον αυτό είναι αναγκαίο.
Κάπου εδώ, όμως, φτάνουμε και στα «αλλά». Η μετάβαση από το αφηρημένο επίπεδο της προαναφερθείσας αρχής στη νομιμοποίηση συγκεκριμένων μέτρων και μέσων αντιμετώπισης της (κάθε) Χρυσής Αυγής, κάθε άλλο παρά εύκολη υπόθεση είναι. Ας δούμε, λοιπόν, μερικά «αλλά».
Μία πολιτεία που εφαρμόζει τους νόμους της με ασυνέπεια, που διυλίζει τον κώνωπα και καταπίνει την κάμηλο, που αντιδρά στο «Mr. Alexis», αλλά ανέχεται τα μύρια όσα εμμένοντας στους τύπους, αυτοαναιρείται και ενθαρρύνει την αντισυστημική ψήφο, δίνοντας επιχειρήματα σε όσους πλασάρονται ως η λύση ενός σάπιου συστήματος
«Αλλά» πρώτο: το τί είναι αναγκαίο, πέρα από το κριτήριο της στάθμισης μέσων και σκοπού, εμπεριέχει και ένα άλλο είδος στάθμισης μεταξύ αντιτιθέμενων σκοπών και των αξιών που βρίσκονται στη βάση τους. Το πρώτο σκέλος είναι εύκολο. Απαιτείται να απαντηθεί τί είναι πρόσφορο/αναγκαίο για την επίτευξη ενός σκοπού. Αν, πχ για να απεγκλωβιστώ από κτίριο που καίγεται, είναι αναγκαίο να μπω στο σπίτι του γείτονα, τότε θα μου επιτραπεί να το κάνω, έστω κι αν έτσι παραβιάζω την ιδιωτική του σφαίρα. Υπάρχει όμως κι ένα δεύτερο επίπεδο, πιο «ουσιαστικό». Πέρα, δηλαδή, από τη «μηχανική» αυτή διάσταση της στάθμισης, στο συγκεκριμένο παράδειγμα καλούμαστε να σταθμίσουμε και να δώσουμε προτεραιότητα σε συγκρουόμενες αξίες, στη ζωή/υγεία εναντίον της ιδιωτικής σφαίρας. Η στάθμιση στο παράδειγμα συνεπάγεται και την ιεράρχηση αξιών.
Με άλλα λόγια, η διαδικασία επιλογής των μέσων αντιμετώπισης της Χρυσής Αυγής είναι εξόχως πολιτική και φέρει έντονο ιδεολογικό φορτίο. Για να γίνω πιο συγκεκριμένος, αξίζει να παρακολουθήσει κανείς τον ιδιαίτερα ενδιαφέροντα διάλογο που ξεκίνησε με αφορμή τη Χρυσή Αυγή και τον περιορισμό της ελευθερίας έκφρασης στην περίπτωση εκφοράς λόγου μίσους. Όσοι δίνουν προτεραιότητα αξιακή στην ελευθερία έκφρασης αντιτίθενται στους περιορισμούς, ενώ αυτοί που δίνουν μεγαλύτερη βαρύτητα στην απαγόρευση των φυλετικών διακρίσεων και στην καταπολέμηση του ρατσισμού, θεωρούν ότι σε μία δημοκρατία αξίζει να θυσιαστεί η ελευθερία έκφρασης στο βωμό της καταπολέμησης των φαινομένων αυτών. Το πρώτο, λοιπόν, «αλλά» συνίσταται στη συνειδητοποίηση από όλους εμάς που θέλουμε να καταπολεμήσουμε τον εξτρεμισμό του πόσο πολύ πολιτικά φορτισμένη είναι η συζήτηση, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι κάποιοι στερούνται δημοκρατικών ευαισθησιών ή ότι είναι λιγότερο δημοκράτες από τους άλλους. Αν υπάρχει μάλιστα ένα μάθημα να διδαχθούμε, αυτό είναι ότι, με αφορμή τη συζήτηση για τον τρόπο αντιμετώπισης της Χρυσής Αυγής, αντιλαμβανόμαστε πλέον πόσο βαθιά πολιτική και ιδεολογικά χρωματισμένη είναι η επιλογή των κατάλληλων μέσων, η διδασκαλία της ιστορίας ή των θρησκευτικών στα σχολεία, η ποινικοποίηση της άρνησης του ολοκαυτώματος και η τιμωρία του λόγου μίσους, με μία λέξη ο προσδιορισμός των ορίων της δημοκρατίας. Συνειδητοποιούμε -ως μία ανώριμη ακόμα δημοκρατία, κάπως απότομα ομολογουμένως- ότι η στάθμιση είναι λεπτή υπόθεση, θέτοντας διαρκώς το ζήτημα που τίθεται η γραμμή, τί είδους κοινωνία θέλουμε, πώς ορίζουμε τη δημοκρατία μας και ποια τα όριά της και οι αξιακές της προτεραιότητες. Η δημοκρατία είναι πρωτίστως διαδικασία και δη διαλεκτική διαδικασία.
«Αλλά» δεύτερο: η συνειδητοποίηση της ιδεολογικής φύσης του τρόπου αντιμετώπισης του φαινομένου Χρυσή Αυγή μας οδηγεί ως κοινωνία σε μία άλλη διαπίστωση. Αν υιοθετήσουμε συγκεκριμένα μέτρα, όπως ο περιορισμός της ελευθερίας έκφρασης, της ελευθερίας συνάθροισης, του δικαιώματος διδασκαλίας σύμφωνα με τις πεποιθήσεις των γονέων ή ακόμα και η θέση εκτός νόμου κόμματος, τα μέτρα αυτά είναι σφόδρα ενδεχόμενο να πλήξουν σειρά άλλων φορέων, προσώπων και θεσμών μέσα στην ελληνική κοινωνία. Δεν επιθυμώ εδώ να μπω στη συζήτηση περί των δύο άκρων, ούτε στη λογική των συγκρίσεων και των συμψηφισμών για το αν και κατά πόσο ο λόγος της εκκλησίας για παράδειγμα κατά των ομοφυλόφιλων είναι πιο σκοταδιστικός και επιδεχόμενος περιορισμών από αυτόν της Χρυσής Αυγής περί μεταναστών ή αν η χρήση βίας και ο ετσιθελισμός στην ελληνική πολιτική ζωή έχει χρώμα.
Αυτό που με ενδιαφέρει να υπογραμμίσω είναι ότι οποιοδήποτε μέτρο κι αν αποφασιστεί (η δημοκρατικότητα του οποίου θα εμπεριέχει και ένα μεγάλο μέρος ιδεολογικής φόρτισης ως προς το τί είναι δημοκρατία και ποια τα όριά της, σύμφωνα με το πρώτο «αλλά» του επιχειρήματός μου) δεν μπορεί να εφαρμοστεί στη λογική των δύο μέτρων και δύο σταθμών. Μία πολιτεία που εφαρμόζει τους νόμους της με ασυνέπεια, που διυλίζει τον κώνωπα και καταπίνει την κάμηλο, που αντιδρά στο «Mr. Alexis», αλλά ανέχεται τα μύρια όσα άλλα, μία πολιτεία που μένει στον τύπο και χάνει την ουσία, στην πραγματικότητα αυτοαναιρείται και δίνει τροφή σε ό,τι τροφοδοτεί την αντισυστημική ψήφο, δίνει επιχειρήματα σε όσους πλασάρονται ως η λύση ενός υποκριτικού, σάπιου συστήματος. Θα ήταν ατελέσφορο, αλλά και κρίμα, η συρρίκνωση δημοκρατικών δικαιωμάτων, λόγω της επιλεκτικότητας και της υποκρισίας στην εφαρμογή τους, αντί για τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα, να απολήγει «νομιμοποιούσα» ηθικά στα μάτια της κοινής γνώμης τον οποιοδήποτε εξτρεμιστή.
«Αλλά» τρίτο: μιλώντας για υποκρισία και δύο μέτρα και δύο σταθμά, παρατηρώ, δυστυχώς, μια άλλη τάση που δυνητικά φαλκιδεύει την αποτελεσματικότητα των όποιων μέσων αντίδρασης σε μία δημοκρατία κατά του φασισμού. Όσο κι αν είναι αφηρημένες ή ο ακριβής προσδιορισμός τους δυσκολεύει, οι λέξεις έχουν νόημα. Ο «πληθωρισμός» στη χρήση τους, το παραφούσκωμά του νοηματικού τους πεδίου, έστω κι αν γίνονται με τις καλύτερες προθέσεις ή κρύβουν μέσα τους δικαιολογημένη αγανάκτηση δεν προσφέρουν καλή υπηρεσία. Αντίθετα, ευτελίζουν τις λέξεις, τις κάνουν να χάνουν το νόημά τους. Για να το πω διαφορετικά (και με κίνδυνο να παρεξηγηθώ), η Χρυσή Αυγή δεν είναι φασιστική ούτε λόγω του γνωστού επεισοδίου με τα χαστούκια στον τηλεοπτικό σταθμό, ούτε γιατί «κατέβασε» το «στρατό» της ως ακροατήριο στη δίκη του βουλευτή της. Από μόνα τους, τα γεγονότα αυτά μπορούν να χαρακτηριστούν με πολλούς τρόπους, από παραβατική συμπεριφορά, μέχρι απλή αλητεία. Δεν είναι όμως αναγκαστικά φασιστική συμπεριφορά.
Αν τα αποσυνδέσει κάποιος από τη γενικότερη ιδεολογία και πολιτεία των «δραστών», τα γεγονότα από μόνα τους θα μπορούσαν να συνδεθούν εξίσου με μία σειρά άλλων προσώπων και φορέων. Από ευέξαπτους σε τηλεοπτικά τραπέζια μέχρι οπαδούς ποδοσφαιρικών ομάδων που ασκούν πίεση όποτε κρίνεται σε κάποιο δικαιοδοτικό φορέα το μέλλον της ομάδας τους. Δεν είναι όλα αυτά φασισμός. Κι όπως δεν κάνει καλό στη δημοκρατία η λογική των δύο μέτρων και δύο σταθμών, απαιτώντας συνέπεια και συνέχεια στη χρήση μέσων, εξίσου τη βλάπτουν εύκολα συμπεράσματα βασισμένα σε ταμπέλες, σε γενικεύσεις και σε αφορισμούς. Εξάλλου, η δημοκρατία, όταν έρθει η ώρα της προαναφερθείσας στάθμισης της αναγκαιότητας περιορισμού δικαιωμάτων, επιτρέπει -και μάλιστα απαιτεί- να ληφθεί υπόψη η συνολική εικόνα, το «context» μίας κατάστασης. Γιατί μπορεί η λέξη υπάνθρωπος, για παράδειγμα, μόνη της να μη σημαίνει τίποτα, όταν όμως συνοδεύεται από μία ιδεολογία εθνοφυλετικού διαχωρισμού, από εξύμνηση του ναζισμού, υποκατάσταση θεσμών, αυτοδικία, ελέγχους από ιδιώτες για το ποιοι έχουν άδεια παραμονής ή εργάζονται νομίμως, τότε αποκτά η λέξη αυτή το πλήρες νόημά της στα χείλη που την εκστόμισαν. Κι αυτό είναι φασισμός..