Στο τρίτο και τελευταίο μέρος του αφιερώματος θα παρουσιάσουμε ορισμένες συμπερασματικές σκέψεις έχοντας πάντα κατά νου ότι φαινόμενα σαν τη Χρυσή Αυγή πρέπει να αντιμετωπίζονται εντός των ορίων που θέτει η δημοκρατία. Αυτά βέβαια πολλές φορές είναι δυσδιάκριτα και ιδεολογικά χρωματισμένα, ενώ η εφαρμογή τους κάθε άλλο παρά εύκολη είναι, εγκυμονούσα κινδύνους, όπως η μη συνεπής, αν όχι υποκριτική εφαρμογή τους, που περισσότερο βλάπτουν, παρά ωφελούν.
Αναμφισβήτητα, οι δυσκολίες είναι περισσότερες από τις τρεις αυτές που εν τάχει σκιαγράφησα στο δεύτερο μέρος του σημειώματός μου. Οι περιορισμοί, ωστόσο, στην έκτασή του δεν μου επιτρέπουν να επεκταθώ περισσότερο. Προχωρώ, λοιπόν, σε μία σύντομη σύνοψη και κάποια συμπεράσματα, θέτοντας το εξής ερώτημα. Μπορεί μία δημοκρατία να αντιδράσει σε ένα φαινόμενο ακραίο και αντιδημοκρατικό χωρίς να τραυματίσει την ίδια της την ουσία, χωρίς να μπει στη λογική του σκοπού που αγιάζει τα μέσα και, στην ουσία, να αυτοκαταργηθεί, πέφτοντας στην παγίδα της αντίφασης έργων και λόγων;
Η δημοκρατία διαθέτει μηχανισμούς αυτοάμυνας και επιτρέπει να καθίστανται αποσυνάγωγοι, να αποβάλλονται από τους κόλπους της φορείς που δε συμμερίζονται τις βασικές της αρχές. Με απλά λόγια, υπάρχει οπλοστάσιο. Το θέμα είναι πώς και πότε αυτό χρησιμοποιείται. Θα προτείνω το εξής απλό. Κάθε φορά που συζητάμε για τη Χρυσή Αυγή να ξεκινάμε από τη βάση του τεκμηρίου νομιμότητάς της. Η Χρυσή Αυγή (μέχρι τουλάχιστον να τεθεί εκτός νόμου) έχει όλα τα δικαιώματα που έχει ένα κόμμα και τα μέλη της όλα τα δικαιώματα που έχει κάθε άνθρωπος, συμπεριλαμβανομένων αυτών που σχετίζονται με πολιτική δράση. Επιτρέπεται κατ’ εξαίρεση ο περιορισμός των δικαιωμάτων αυτών, υπό την αυστηρή προϋπόθεση της στάθμισης αναγκαιότητας τους περιορισμού. Από εκεί και έπειτα, απαιτείται συνέπεια και (το δυσκολότερο στη χωλή ελληνική δημοκρατία) απουσία θεσμικής υποκρισίας.
Αντί να θέτουμε διαχωριστικές γραμμές για τα όρια ελευθερίας του λόγου και την ποινικοποίησή του, ας καταστείλουμε τη βία της Χρυσής Αυγής, την αυτοδικία της, την υποκατάσταση των θεσμών, ας την τιμωρούμε κάθε φορά που εγκληματεί, όπως κάνουμε με κάθε παρόμοιο παραβάτη
Όπως το επιχείρημά μου απέναντι σε κάθε αντισυστημικό συνομιλητή μου είναι ότι το έλλειμμα δημοκρατίας δεν διορθώνονται με κατάλυσή της, έτσι και το επιχείρημά μου απέναντι σε καθένα από εμάς που πιστεύουμε στη δημοκρατία είναι ότι το φασισμό δεν τον πολεμάς παρακάμπτοντας ευκαιριακά τη δημοκρατία, αλλά μετερχόμενος των μέσων της και μην αποκλίνοντας των όσων συνιστούν το αξιακό θεμέλιο μίας κοινωνίας δημοκρατικά δομημένης.
Το επαναλαμβάνω: στη δημοκρατία, δύο αρνήσεις, δεν κάνουν μία κατάφαση. Η δημοκρατική αντιμετώπιση της Χρυσής Αυγής μόνο κέρδος θα φέρει. Κέρδος σε επίπεδο ωρίμανσης των δημοκρατικών αντανακλαστικών των πολιτών και της πολιτείας, σε επίπεδο εμβάθυνσης της ίδιας της δημοκρατίας, κέρδος γιατί θα αποδειχθεί έναντι όλων ότι η δημοκρατία δουλεύει, ότι δεν κάνει διακρίσεις, ότι οι ίδιοι κανόνες, ο ίδιος πήχης, ο ίδιος χώρος δίδεται και σε «εμάς», και σε «εσάς», και στους «άλλους» και σε «όλους». Τελειώνοντας, αναγνωρίζω και πάλι ότι το να αντιμετωπίσεις το «θηρίο» χωρίς να παρακάμψεις τους κανόνες της δημοκρατίας και τα δικαιώματα που αυτή αναγνωρίζει στον άνθρωπο και στους πολίτες της κάνει το έργο σου πιο δύσκολο. Δεν υπάρχει όμως άλλος δρόμος. Διαφορετικά, θα έχουμε διολισθήσει εκεί που κάποιοι θέλουν να μας πάνε, θα έχουμε οι ίδιοι αναιρέσει αυτό που υπερασπιζόμαστε. Αυτό αναγνωρίζοντας, η δημοκρατία διαθέτει ελαστικότητα. Όμως, τα όρια αντοχής της, οι προτεραιότητες εντός αυτής, η επιλογή των κατάλληλων μέσων κάθε άλλο παρά ιδεολογικά ουδέτερα και αποφορτισμένα είναι.
Γι’ αυτό και η πρότασή μου θα ήταν, ιδίως στην περίπτωση μίας δημοκρατίας όπως η ελληνική, που τώρα μόλις περνά τις «παιδικές της ασθένειες», να αρχίσουμε από τα εύκολα. Ας ξεκινήσουμε από τα απλά. Αντί να θέτουμε διαχωριστικές γραμμές για τα όρια ελευθερίας του λόγου και την ποινικοποίησή του, ας καταστείλουμε τη βία της Χρυσής Αυγής, την αυτοδικία της, την υποκατάσταση των θεσμών, ας την τιμωρούμε κάθε φορά που εγκληματεί, όπως τιμωρούμε/πρέπει να τιμωρούμε κάθε παρόμοιο παραβάτη. Πριν αποφασίσουμε για την ποινικοποίηση ή μη του ρατσιστικού λόγου, ας εφαρμόσουμε τους ποινικούς μας νόμους για τη βία ή και να θεσπίσουμε ειδικότερους που θα τιμωρούν το ρατσισμό, εξαιρώντας ενδεχομένως σε πρώτη φάση την εκφορά λόγου μίσους. Σίγουρα δεν είναι η ιδανική λύση. Σίγουρα θα έρθει η στιγμή που σαν κοινωνία θα πρέπει να ρυθμίσουμε και αυτό το ζήτημα. Επειδή όμως η Χρυσή Αυγή είναι παρούσα, επειδή η αντίδραση πρέπει να είναι άμεση και επειδή υπάρχουν πολλά που μπορούν να γίνουν, ακόμα και με τα υπάρχοντα νομικά εργαλεία, ας ξεκινήσουμε από τα απλά. Αναγνωρίζω, ωστόσο, ότι κάτι τέτοιο απαιτεί ποιοτικούς θεσμούς και κυρίως δικαιοσύνη, η οποία όμως, όπως πάγια υποστηρίζω, λόγω των δομικών, ουσιαστικών και οξύτατων προβλημάτων της, είναι η αχίλλειος πτέρνα της ελληνική πολιτείας.