Σε μία από τις μεγαλύτερες θεσμικές και οικονομικές κρίσεις στην ιστορία της Ευρωπαϊκής Ένωσης οι έρευνες και οι συζητήσεις έχουν επικεντρωθεί στην αναζήτηση λύσεων και προτάσεων για μια διέξοδο. Ωστόσο, έχει αγνοηθεί το βασικότερο ενοποιητικό στοιχείο τόσο των Ευρωπαίων όσο και της ανθρωπότητας, το περιβάλλον. Η συγγραφέας και αναπληρώτρια καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο Αθηνών Εμμανουέλα Δούση, ανήκει σε εκείνη την μειοψηφία ακαδημαϊκών που επιχειρεί να πείσει τον κόσμο, ειδικά στην Ελλάδα, να αντιστρέψει την κλιματική αλλαγή προτείνοντας να ξεκινήσουμε από τα.. απλά.
«Αξιότιμο κοινό ας μην κρυβόμαστε δεν είν’ αυτό τέλος καλό και το παραδεχόμαστε. Μέσα στο νου μας είχαμε ευτυχισμένο παραμύθι, στην πράξη όμως πίκρισε και το κουκί και το ρεβίθι. Στεκόμαστε κι εμείς μ’ απογοήτευση και θλίψη έξω εδώ, η αυλαία έχει κλείσει, μα το τέλος ανοιχτό. Αχ αξιότιμο κοινό ψάξε το τέλος μόνο σου, ψάξε καλά, Με το γνωστό πείσμα που σε διέπει. Πρέπει να υπάρχει για τον άνθρωπο τέλος καλό, Πρέπει, πρέπει, πρέπει...;».
Αυτό το απόσπασμα, από τον «καλό άνθρωπο του Σετσουάν» του Μπέρτολτ Μπρεχτ δανείστηκε η Εμμανουέλα Δούση γιατί, όπως είπε, ταιριάζει με το τέλος της «ιστορίας» που διηγείται στο πρόσφατο βιβλίο της «Κλιματική Αλλαγή» (εκ. Παπαδόπουλος). Το μικρό αυτό βιβλιαράκι, που δίνει όμως απαντήσεις σε πολλά ερωτήματα, είναι μέρος της συνολικής προσπάθειάς της ανήσυχης ακαδημαϊκού να αναζωπυρώσει την απογοητευτικά φτωχή συζήτηση στην Ελλάδα για την κλιματική αλλαγή ενώ η ίδια παράλληλα συμμετέχει σε ερευνητικά προγράμματα για την προστασία του περιβάλλοντος.
Διδάσκοντας τη νομική και πολιτική διάσταση των διεθνών θεσμών στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του Πανεπιστημίου Αθηνών, η Εμμανουέλα Δούση υπογραμμίζει πως «η τελευταία διεύρυνση της Ε.Ε. –Ανατολική Ευρώπη- δυσχέρανε αρκετά τη διαμόρφωση και εφαρμογή της περιβαλλοντικής πολιτικής της Ε.Ε» και αυτό διότι «ορισμένα νέα κράτη-μέλη, όπως η Πολωνία και η Τσεχία, η οικονομία των οποίων βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στη χρήση άνθρακα, έχουν πολύ διαφορετικές προτεραιότητες και αντιλήψεις για την αντιμετώπιση των περιβαλλοντικών ζητημάτων από τα υπόλοιπα κράτη-μέλη». Η Πολωνία για παράδειγμα με 21.1 δισεκατομμύρια τόνους άνθρακα στο υπέδαφός της είναι εξαιρετικά δύσκολο να παραιτηθεί της οικονομικής τους εκμετάλλευσης.
Σημαντικό ρόλο στην εφαρμογή των κανονισμών παίζει και το επίπεδο ανάπτυξης των κρατών μελών καθότι, όπως λέει η κα Δούση, οι προτάσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, που συζητήθηκαν τον περασμένο Οκτώβριο, θέτουν υψηλές απαιτήσεις και προδιαγραφές. Συνεπώς «τα πιο εύρωστα κράτη-μέλη είναι πιο εύκολο να εφαρμόσουν την πιο αυστηρή περιβαλλοντική νομοθεσία, διότι διαθέτουν τα οικονομικά μέσα είτε να αντισταθμίσουν το κόστος εφαρμογής είτε να επενδύσουν σε πράσινες τεχνολογίες» σημειώνει η ίδια και προτείνει ως λύση την δημιουργία ενός «πράσινου ταμείου» για τις φτωχότερες χώρες, όπως είναι η Ελλάδα.
Αυτό που λείπει είναι η στοχευμένη ενημέρωση, κυρίως, σε ό, τι αφορά το κόστος της αδράνειας. Το πρόβλημα νομίζουμε ότι είναι μακριά, αλλά είναι ήδη μπροστά μας
Πώς όμως θα μπορούσε να επιτευχθεί μια συλλογική λύση αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής, όταν οι δυτικές κοινωνίες, που απολαμβάνουν μια καθημερινότητα σχετικής ευμάρειας έχουν μάθει στην άμετρη κατανάλωση αγαθών, πόρων και καυσίμων; Αν και το ευρωβαρόμετρο (2014) μας λέει πως οι 6 στους 10 Ευρωπαίους είναι καλά ενημερωμένοι για το περιβάλλον, ωστόσο «αδυνατούν να αντιληφθούν τις άμεσες συνέπειες της κλιματικής αλλαγής, τις οποίες συχνά βιώνουν στην καθημερινότητά τους» εξηγεί η ίδια. «Η περιβαλλοντική κουλτούρα αποτελεί τρόπο ζωής και χτίζεται από νωρίς, στο σπίτι και στο σχολείο. Αυτό που λείπει είναι η στοχευμένη ενημέρωση, κυρίως, σε ό, τι αφορά το κόστος της αδράνειας. Το πρόβλημα νομίζουμε ότι είναι μακριά, αλλά είναι ήδη μπροστά μας». Μπροστά σε αυτή την αδράνεια, η Εμμανουέλα Δούση προτείνει να ξεκινήσουμε από τα πιο απλά πράγματα. «Να βελτιώσουμε τις υποδομές με τέτοιο τρόπο ώστε να προστατεύεται το περιβάλλον και να μην σπαταλιέται αλόγιστα η ενέργεια. Οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν για παράδειγμα στις μεταφορές». Δεν πρόκειται απλά για θεωρία αλλά για δοκιμασμένες ενέργειες. «Στο Reykjavík, την πρωτεύουσα της Ισλανδίας, δοκιμάζονται λεωφορεία που κινούνται με υδρογόνο. Η δημοτική αρχή αυτής της πόλης έχει θέσει ως στόχο την απεξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα έως το 2050. Γιατί να μπορεί να τα καταφέρει το Reykjavík και όχι η Αθήνα που διαθέτει άφθονο ήλιο και αέρα, δηλαδή ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, όλες τις εποχές του χρόνου;»
Αντ’ αυτού στην Ελλάδα «εξακολουθούμε να δημιουργούμε νέες λιγνιτικές μονάδες που σε λίγο θα κοστίζουν πολύ ακριβά, ενώ θα μπορούσαμε να επενδύσουμε περισσότερο σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας» καθότι η χώρα μας «διαθέτει άφθονο ήλιο και αέρα όλες τις εποχές του χρόνου που θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν». Αν και υπάρχουν ορυκτά καύσιμα που είναι καθαρότερα και φθηνότερα από τον λιγνίτη, όπως το φυσικό αέριο, ωστόσο δεν παύουν να είναι και αυτά συμβατικά καύσιμα, σημειώνει η κα Δούση, υπενθυμίζοντας μας πως «η μετάβαση σε μια οικονομία χαμηλού άνθρακα προϋποθέτει επενδύσεις και εκμετάλλευση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας». Παρά το γεγονός ότι η Συμφωνία του Παρισιού (σχέδιο δράσης για περιορισμό της υπερθέρμανσης του πλανήτη «αρκετά κάτω» από 2 °C) αποτελεί ένα καλό ξεκίνημα και για την Ελλάδα για τη μετάβαση σε μια οικονομία χαμηλού άνθρακα ωστόσο «απαιτεί μια στρατηγική και ένα μακροπρόθεσμο ενεργειακό σχεδιασμό που εμείς ακόμη δεν έχουμε». Η κα Δούση επικεντρώνει την αιτία του προβλήματος στην Ελλάδα στο γεγονός ότι εξακολουθούμε να αντιμετωπίζουμε την κλιματική αλλαγή ως ένα αμιγώς περιβαλλοντικό πρόβλημα και για «όσο διάστημα συμβαίνει αυτό δεν θα βρεθεί ικανοποιητική λύση». Αν θέλουμε δηλαδή πραγματικά, τονίζει η κα Δούση, «να προστατευτούμε από την κλιματική αλλαγή, οι όποιες ενέργειες θα πρέπει να εναρμονίζονται με άλλες πολιτικές, ιδιαίτερα την ενεργειακή πολιτική».
Κλείνοντας, δεν πρέπει να επαναπαυόμαστε ούτε να εντυπωσιαζόμαστε όταν ακούμε λύσεις αντιστροφής της κλιματικής αλλαγής εν είδει τεχνητών παρεμβάσεων στο ηλιακό σύστημα. Πρόκειται για εξαιρετικά ριψοκίνδυνες διεξόδους κατά την κα Δούση. «Ποιός θα εγγυηθεί ότι είναι ασφαλείς; Πάντως, παρ’ ότι απαιτείται ακόμη αρκετός χρόνος για την κατανόηση των δαπανών, των πλεονεκτημάτων και των κινδύνων που συνεπάγονται τέτοιου είδους παρεμβάσεις, είναι βέβαιο ότι τα επόμενα χρόνια θα αυξηθεί η ζήτηση για περισσότερες νέες τεχνολογίες αποθήκευσης άνθρακα. Η νέα Συμφωνία για την κλιματική αλλαγή ενθαρρύνει τα κράτη να δημιουργήσουν π.χ. δασικές εκτάσεις οι οποίες απορροφούν διοξείδιο του άνθρακα».