Τον Σεπτέμβριο του 1957, ο 81χρονος καγκελάριος της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, Κόνραντ Αντενάουερ, κέρδισε πανηγυρικά την τρίτη θητεία του στην καγκελαρία. Το κόμμα του, CDU, αύξησε σημαντικά το ποσοστό εξασφαλίζοντας έτσι την απόλυτη πλειοψηφία στην Βουλή. Πρόκειται για ένα επίτευγμα που δεν έχει επαναληφθεί στην μεταπολεμική Γερμανία καθώς μπορεί η Μέρκελ να κέρδισε πρόσφατα την τρίτη της θητεία, αυξάνοντας μάλιστα το ποσοστό του CDU, αλλά απέτυχε οριακά να εξασφαλίσει αυτοδυναμία. Ωστόσο οι ομοιότητες μεταξύ των δύο εκλογών -όσον αφορά στις προεκλογικές εκστρατείες, στο αποτέλεσμα και στην προσωπικότητα των δύο ηγετών- είναι αποκαλυπτικές.
Ο Αντενάουερ (Konrad Adenauer), ένας από τους παλαιότερους και σεβαστούς πολιτικούς στο Κόμμα του Καθολικού Κέντρου (Catholic Centre Party, BVP) στη δεκαετία του 20’ κατάφερε να διαμορφώσει ένα ισχυρό πολιτικό προφίλ ως δήμαρχος της Κολωνίας κατά την περίοδο της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης. Αργότερα φυλακίστηκε από το ναζιστικό καθεστώς και αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τελείως την πολιτική και να βγει στη σύνταξη ζώντας απομονωμένος. Ωστόσο, μετά την ήττα της ναζιστικής Γερμανίας το 1945, στα 69 του χρόνια, μπήκε ξανά στην πολιτική κονίστρα, δημιουργώντας από το μηδέν ένα νέο κεντρώο κόμμα, την Χριστιανοδημοκρατική Ένωση της Γερμανίας (CDU) μαζί με το αδελφό βαυαρικό CSU, και αναδείχτηκε ως ο πλέον κατάλληλος υποψήφιος για να αναλάβει τις τύχες της νεαρής δημοκρατίας.
Συντηρητικός, έντονα αντικομουνιστής αλλά με μια σπάνια ικανότητα να γεφυρώνει πολιτικές και άλλες διαφορές, συνέβαλλε στο να μετατραπεί το CDU σε ένα γνήσιο, αυστηρά δυτικόφιλο, δημοκρατικό, καπιταλιστικό πλην όμως κοινωνικά πατερναλιστικό κόμμα. Η υπόσχεσή του για σταθερότητα, εθνική κυριαρχία για τη νέα Ομοσπονδιακή Γερμανία, και συνεργασία με την Δύση, του εξασφάλισαν την υποστήριξη ενός εξαθλιωμένου, ταπεινωμένου και ανασφαλούς γερμανικού εκλογικού σώματος. Δούλεψε σκληρά, με την ζωντάνια που διαθέτει κανείς έχοντας τα μισά του χρόνια, για να αποκαταστήσει την διεθνή εικόνα της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας, να περάσει ένα νέο δημοκρατικό Σύνταγμα (Grundgesetz)*, να ανοικοδομήσει τη χώρα και να ανασυγκροτήσει την κατεστραμμένη γερμανική οικονομία.
Για ένα εκλογικό σώμα που παραδοσιακά απεχθάνεται την αλλαγή σε περιόδους σταθερότητας και σχετικής ευημερίας, ο Αντενάουερ αντιπροσώπευε την καθησυχαστική υπόσχεση σταθερότητας και συνέχειας χωρίς δυσάρεστες εκπλήξεις
Ο Αντενάουερ κέρδισε δύσκολα τις εκλογές του 1949 με ένα ποσοστό 31% και σχημάτισε κυβέρνηση συνασπισμού με τους Ελεύθερους Δημοκράτες (FDP) και άλλα μικρότερα κόμματα. Τέσσερα χρόνια αργότερα, στις κρίσιμες εκλογές του 1953, πολιτεύτηκε με συνθήματα την οικονομική ανάκαμψη, την πολιτική σταθερότητα και την δυτική ευθυγράμμιση, ενισχύοντας όμως παράλληλα την αντικομουνιστική ρητορική που στοχοποιούσε το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα (SPD). Τελικά κέρδισε και την δεύτερη θητεία, επιτυγχάνοντας μάλιστα εντυπωσιακή αύξηση του εκλογικού ποσοστού του κόμματός του που εκτοξεύτηκε στο 45%.
Κατά την ολοκλήρωση της δεύτερης θητείας του το 1957 η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας βρισκόταν εν μέσω ενός οικονομικού θαύματος με σχεδόν πλήρη απασχόληση και ραγδαία βελτίωση του βιοτικού επιπέδου. Επίσης είχε αποκατασταθεί πλήρως η εθνική κυριαρχία καθότι η Γερμανία συμμετείχε ενεργά στο ΝΑΤΟ και πρωτοστάτησε στην δημιουργία των Ευρωπαϊκών συμμαχιών (ΕΚΑΧ και μετέπειτα ΕΟΚ).
Όπως αναμενόταν λοιπόν ο γηραιός αλλά γεμάτος ενέργεια Αντενάουερ οδήγησε το κόμμα του στις επόμενες εκλογές, του 1957, με το σλόγκαν «Όχι Πειράματα. Αντενάουερ». Σε αντίθεση με τις εκλογές του 1953, η προεκλογική του εκστρατεία 1957 είχε επικεντρωθεί συνειδητά στην προσωπικότητα του Καγκελάριου, παρουσιάζοντάς τον ως τον πλέον καταξιωμένο στο εξωτερικό και επιτυχημένο στο εσωτερικό ηγέτη. Με την εικόνα του να φιγουράρει στα περισσότερα προεκλογικά πόστερ του κόμματος, το μήνυμα της προεκλογικής εκστρατείας του CDU ήταν ξεκάθαρο: μόνο αυτός και το κόμμα του μπορούσαν να εγγυηθούν τα πολιτικά και οικονομικά επιτεύγματα της μεταπολεμικής Γερμανίας.
Αυτό το θετικό μήνυμα εμπεριείχε κι ένα έντονα αρνητικό υπονοούμενο ότι δηλαδή μια ψήφος προς το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο τα επιτεύγματα της κυβέρνησής του κατά τα προηγούμενα οκτώ χρόνια. Ο Αντενάουερ, ο οποίος είχε ζητήσει ανοιχτά από τους Γερμανούς να του εμπιστευτούν τη διακυβέρνηση της χώρας τη στιγμή που αυτοί προσπαθούσαν να ανοικοδομήσουν τις ζωές τους μετά τον πόλεμο, είχε μετατραπεί σε πατρική φιγούρα του έθνους, όντας αυστηρός αλλά προστατευτικός, ευρέως γνωστός και αξιόπιστος, μια φυσική επιλογή σε καλύτερες αλλά ακόμα ρευστές εποχές.
Έτσι δεν αποτέλεσε έκπληξη ότι ο Αντενάουερ κατάφερε άνετα μια ιστορική εκλογική νίκη που του εξασφάλισε την τρίτη συνεχόμενη θητεία του στην καγκελαρία. Αυτό όμως που αποτέλεσε έκπληξη ήταν το μέγεθος της εκλογικής του νίκης, καθώς έλαβε πάνω από το 50% των ψήφων εξασφαλίζοντας για το κόμμα του αυτοδυναμία στο κοινοβούλιο, αποτέλεσμα που εκπροσωπούσε τον θρίαμβο της σταθερότητας επί των –γεμάτων ανασφάλεια - υποσχέσεων για αλλαγή. Ήταν επίσης το σημείο που η δημοτικότητα του έφθασε στο αποκορύφωμά της -μια στιγμή προσωπικής δικαίωσης και αναγνώρισης από το Γερμανικό εκλογικό σώμα της καίριας συνεισφοράς του στην αλλαγή πορείας της δοκιμαζόμενης χώρας του.
Τότε ήταν που η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας ολοκλήρωσε τη μεταμόρφωσή της σε ένα προσωποπαγές πολιτικό σύστημα -σε ένα είδος «Καγκελαριοκεντρικής δημοκρατίας». Στην προεκλογική εκστρατεία του 1957, το CDU αντιπαρέβαλε την καλά δοκιμασμένη και πατρική φιγούρα του Αντενάουερ στον υποψήφιο των Σοσιαλδημοκρατών, Erich Ollenhauer, ο οποίος όμως δεν κατάφερε να πιάσει τον παλμό του κόσμου, προσφέροντας εναλλακτικές πολιτικές που φάνταζαν είτε ακραίες είτε ενδεχομένως αποσταθεροποιητικές. Σε αντίθεση με τις δύο προηγούμενες αναμετρήσεις -1949 και του 1953- ένα πολύ μεγαλύτερο μέρος του εκλογικού σώματος ένιωσε ότι μια ενδεχόμενη αλλαγή κυβέρνησης και καγκελάριου θα είχε πολύ μεγάλο ρίσκο χωρίς να προσφέρει βέβαια οφέλη.
Η τρίτη θητεία του Αντενάουερ δεν ήταν η τελευταία καθότι κέρδισε και στις εκλογές του 1961 με μικρότερο ποσοστό (45%) και χάνοντας την απόλυτη πλειοψηφία. 85 ετών πια, παρέμεινε καγκελάριος μέχρι το 1963 πριν αποσυρθεί (για δεύτερη φορά αλλά οριστικά) από την πολιτική. Οι Χριστιανοδημοκράτες κατάφεραν να κερδίσουν και τις επόμενες εκλογές (1965), αντιμετωπίζοντας όμως σκάνδαλα και μια πολύ πιο αποτελεσματική αντιπολίτευση υπό τον χαρισματικό ηγέτη του SPD και μετέπειτα καγκελάριο Βίλυ Μπράντ (Willy Brandt). Στην γερμανική μεταπολεμική πολιτική οι προσωπικότητες έπαιζαν πάντα σπουδαίο ρόλο.
Για ένα εκλογικό σώμα που παραδοσιακά απεχθάνεται την αλλαγή σε περιόδους σταθερότητας και σχετικής ευημερίας, ο Αντενάουερ αντιπροσώπευε την καθησυχαστική υπόσχεση σταθερότητας και συνέχειας χωρίς δυσάρεστες εκπλήξεις. Χρειάστηκε να περάσουν είκοσι συνολικά χρόνια για να καταφέρουν οι σοσιαλδημοκράτες να αποδομήσουν μια τέτοια αντίληψη και να προσφέρουνε στους γερμανούς ψηφοφόρους μια πρόταση αλλαγής που θα την δέχονταν πλέον ανεπιφύλακτα.
Η σημερινή σοσιαλδημοκρατική αντιπολίτευση προς την Μέρκελ, ζαλισμένη από την τρίτη συνεχόμενη εκλογική ήττα και το δεύτερο χαμηλότερο εκλογικό ποσοστό στη μεταπολεμική ιστορία του κόμματος (μετά από το ναδίρ του 2009) πρέπει πραγματικά να ελπίζει ότι η ιστορία δεν θα συνεχίσει να επαναλαμβάνεται ...
* Στη Δυτική Γερμανία ο όρος Grundgesetz χρησιμοποιήθηκε για να χαρακτηρίσει το Βασικό Δίκαιο (σύνταγμα) το οποίο ήτανε προσωρινό έως την επανένωση της Γερμανίας