Αφού έφτασε στην Αβάνα της Κούβας στις 27 Μαΐου του 1939, δεν του επιτράπηκε ο ελλιμενισμός και για μήνες ήταν καταδικασμένο να περιμένει, ξεχασμένο από όλους, τις αποφάσεις ζωής και θανάτου που θα παίρνονταν κεκλεισμένων των θυρών. Το όνομα του πλοίου ήταν MS St. Louis, και το υπερατλαντικό του ταξίδι το 1939 είναι μια ιστορία εξαπάτησης και τραγικής έλλειψη συμπόνιας, ελπίδων που γκρεμίστηκαν, θανάτου, και τελικά επιβίωσης παρά τις πιο αντίξοες συνθήκες. Μια ιστορία που δείχνει την καλύτερη και ταυτόχρονα την χειρότερη πλευρά της ανθρώπινης φύσης.
Οι Εβραίοι πρόσφυγες που μετέφερε το MS St Louis είχαν μόλις επιζήσει του φοβερού πογκρόμ της 8 - 9 Νοέμβρη 1938 στην Γερμανία, -η περίφημη Νύχτα των Κρυστάλλων-, όταν ο εξαγριωμένος όχλος κατέστρεψε εβραϊκές συναγωγές και περιουσίες τρομοκρατώντας τις εβραϊκές κοινότητες σε Γερμανία και Αυστρία, αφήνοντας πίσω του 100 σχεδόν νεκρούς και εκτοπίζοντας στα στρατόπεδα συγκέντρωσης δεκάδες χιλιάδες Εβραίους. Αυτή ήταν η βίαιη κορύφωση μιας σειράς μέτρων που ελήφθησαν εναντίον των Εβραίων στη Γερμανία ήδη από το 1933 και μετά, μετατρέποντάς τους πρώτα σε πολίτες δεύτερης κατηγορίας και στη συνέχεια σε βιολογικά και κοινωνικά μιάσματα.
Μάιος 1939, λιμάνι Αμβούργου, η επιβίβαση. 937 ιστορίες "μπαρκάρουν" (Copyright © United States Holocaust Memorial Museum).
Μετά τη Νύχτα των Κρυστάλλων, μεγάλος αριθμός αυτών που μπορούσαν να αντέξουν οικονομικά μια μετακίνηση στο εξωτερικό επέλεξαν αυτό το επικίνδυνο μονοπάτι. Οι επιβάτες είχαν ήδη εξασφαλίσει θεωρημένα διαβατήρια εισόδου στην Κούβα, η οποία για τους περισσότερους θα ήταν απλά η χώρα σταθμός για την άφιξή τους στην τελική χώρα προορισμού, τις ΗΠΑ. Η Αμερικανική κυβέρνηση όμως είχε δυσκολέψει τη διαδικασία απόκτησης άδειας εισόδου, έχοντας επιδοθεί σε έναν αγώνα μείωσης των μεταναστατευτικών κυμάτων με την εφαρμογή ενός χαμηλού αριθμού ποσόστωσης για την απορρόφηση νέων μεταναστών. Ο χρόνος αναμονής για να δεχτεί έναν μετανάστη το κράτος των ΗΠΑ από έναν χρόνο που ήταν κάποτε είχε αυξηθεί στα 7 χρόνια στα τέλη της δεκαετίας του 1930. Παρόλα αυτά, ακόμα και η προοπτική ενός μακρού, επικίνδυνου ταξιδιού – με την όποια αβεβαιότητα χαρακτήριζε την μεταναστευτική πολιτική των πιθανών χωρών υποδοχής - ήταν προτιμότερη για τους Εβραίους πρόσφυγες από μια ζωή κλιμακούμενων διώξεων στη ναζιστική Γερμανία ή την κατεχόμενη Ευρώπη.
Αυτό που δεν γνώριζαν όμως οι Εβραίοι επιβάτες ήταν ότι στο μεταξύ η Κούβα είχε ανακαλέσει τις βίζες τους και θα τους αρνούνταν την προσωρινή είσοδο στην χώρα ακόμη και ως τουρίστες. Στο πλοίο ΜS St Louis δεν επετράπη να αποβιβάσει επιβάτες στην Αβάνα και με εξαίρεση έναν μικρό αριθμό που είχαν τη δυνατότητα να αποβιβαστούν καθότι έφεραν θεωρημένα αμερικανικά ή κουβανικά διαβατήρια, οι απελπισμένοι επιβάτες παρέμεναν εγκλωβισμένοι πάνω στο πλοίο διατηρώντας την ολοένα και πιο αμυδρή ελπίδα ότι κάποτε, κάποιοι, κάπου θα τους δέχονταν.
Ο Γερμανός καπετάνιος του πλοίου, Gustav Schröder, ξεκίνησε μια δραματική παρασκηνιακή εκστρατεία για να εξασφαλίσει ότι οι επιβάτες του δεν θα αναγκάζονταν να επιστρέψουν στη Γερμανία. Ο ίδιος διαπραγματεύτηκε με την κουβανική κυβέρνηση αλλά και αυτή των ΗΠΑ, καθώς και με διάφορες εβραϊκές οργανώσεις που παρενέβησαν προκειμένου να επιτευχθεί κάποιος συμβιβασμός. Μόλις πείστηκε ότι η Κούβα δεν θα επέτρεπε την αποβίβαση, έπλευσε στο Μαϊάμι περιπλέοντας τις ακτές της Φλόριντα με την ελπίδα ότι οι αρχές των ΗΠΑ θα υποχωρούσαν.
Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού και της αγωνιώδους αναμονής που ακολούθησε, ο καπετάνιος είχε επιβάλει στο πλήρωμα να αντιμετωπίζει τους επιβάτες με απόλυτη αξιοπρέπεια. Η αποφασιστικότητά του να μην παραιτηθεί από τις προσπάθειες αυτές αποτέλεσε αναμφίβολα την πιο αισιόδοξη πτυχή αυτού γνωστού θλιβερού επεισόδιο (Flickr © Wolfgang Wiggers).
Τελικά, μετά από εβδομάδες τεταμένης αναμονής και δικαιολογημένης αγανάκτησης των επιβατών, οι αρχές των ΗΠΑ αρνήθηκαν να δεχτούν τους πρόσφυγες που επέβαιναν στο MS St Louis. Η συμπόνια για τα δεινά των Εβραίων της Ευρώπης ήταν ασφαλώς μεγάλη τόσο στην κοινή γνώμη όσο και στα ρεπορτάζ των δημοσιογράφων στις ΗΠΑ. Αλλά η σκιά της μεγάλης οικονομικής κρίσης, η ανασφάλεια γύρω από την απασχόληση αλλά και μια βαθιά ριζωμένη προκατάληψη τόσο για τους μετανάστες όσο και ειδικά για τους Εβραίους –οι οποίοι θεωρούνταν από πολλούς στερεοτυπικά κομμουνιστές- αποδείχθηκαν πολύ ισχυρότεροι κινητήριοι παράγοντες. Το Κογκρέσο των ΗΠΑ – εφαρμόζοντας την πολιτική του απομονωτισμού - απέρριψε ένα νομοσχέδιο που θα επέτρεπε σε έναν σημαντικό αριθμό Εβραίων προσφύγων από την Ευρώπη να βρουν ένα ασφαλές σπίτι στις ΗΠΑ. Καθώς περίμεναν την μοίρα τους πλέοντας έξω από τις ακτές του Μαϊάμι, ορισμένοι επιβάτες κάνανε μια απελπισμένη έκκληση στέλνοντας τηλεγράφημά στον ίδιο τον Αμερικανό Πρόεδρο Ρούσβελτ χωρίς όμως να λάβουν ποτέ απάντηση. Η κυβέρνηση των ΗΠΑ, όπως και της Κούβας λίγες μέρες νωρίτερα και του Καναδά μία μέρα αργότερα, δεν είχαν το «σθένος» να πάνε ενάντια στο ισχύον αντιμεταναστευτικό-αντισημιτικό αίσθημα της κοινής γνώμης και να προβούν σε μια ανθρωπιστική κίνηση για τους πρόσφυγες.
1937, ο Πρόεδρος των ΗΠΑ Φ.Ν. Ρούσβλετ ψαρεύει στα νερά του Μεξικανικού Κόλπου. Δύο χρόνια αργότερα στην ίδια θάλασσα θα περιφερόταν μάταια το MS St Louis αναζητώντας ελπίδα για τους 937 απελπισμένους επιβάτες. Πολλοί εξ' αυτών δεν θα επιβιώσουν του πολέμου (Copyright © Bettmann Corbis/Guardian.co.uk).
Ο Gustav Schröder, όμως, δεν εγκατέλειψε την προσπάθειά του. Έχοντας αποτύχει να δέσει στην Αβάνα και στο Μαϊάμι, έπλευσε πίσω στην Ευρώπη - αλλά μόνο αφού είχε διαπραγματευθεί συμφωνίες με διάφορες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις να δεχτούν τους επιβάτες του. Βρετανία, Γαλλία, Ολλανδία και Βέλγιο είχαν το θάρρος να κάνουν ό,τι αρνήθηκαν οι τρεις κυβερνήσεις στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού: να παρέχουν καταφύγιο στο «φορτίο» του MS St Louis υπό δύσκολες μάλιστα οικονομικά συνθήκες και κόντρα στις βαθιά ριζωμένες προκαταλήψεις και φόβους των πολιτών τους, με σεβασμό στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια και με απόλυτη προθυμία να βοηθήσουν εκείνους που είχαν άμεση ανάγκη. Σχεδόν ταυτόχρονα με το MS St Louis, ένα άλλο πλοίο που μετέφερε περισσότερους από 70 Εβραίους πρόσφυγες στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού σε αναζήτηση ενός πιο ασφαλούς καταφύγιου στην Κούβα, πάλι εμποδίστηκε να προσαράξει αλλά ευτυχώς κατάφερε να βρει καταφύγιο στον Παναμά, από όπου οι επιβάτες αργότερα μετέβησαν στις ΗΠΑ.
Από τους 937 επιβάτες του MS St Louis, ένας πέθανε από φυσικά αίτια κατά τη διάρκεια του ταξιδιού. Από αυτούς οι οποίοι τελικά αποβιβάστηκαν στην ηπειρωτική Ευρώπη, 254 εγκλωβίστηκαν και τελικά έχασαν τη ζωή τους κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου - οι περισσότεροι σε ένα από τα ναζιστικά στρατόπεδα εξόντωσης της Πολωνίας – αφότου η Γαλλία, το Βέλγιο και η Ολλανδία είχαν καταληφθεί από τα γερμανικά στρατεύματα. Ωστόσο όλοι εκείνοι που είχαν βρει καταφύγιο στη Βρετανία και περισσότερο από το ήμισυ αυτών που κατέληξαν στην Ηπειρωτική Ευρώπη (ένας μικρός αριθμός εκ των οποίων μπόρεσε να μεταναστεύσει πριν από τη ναζιστική κατοχή), κατάφεραν να επιβιώσουν του πολέμου, αφού πρώτα είχαν γλιτώσει από την ξενοφοβία, την προκατάληψη και το μίσος κατά την διάρκεια του ταξιδιού στον Ατλαντικού.