Στις 3 και 4 Απριλίου 2014 συμμετείχα σε μια σειρά συζητήσεων σχετικά με τις θεσμικές μεταρρυθμίσεις της Οικονομικής διακυβέρνησης στο Συνέδριο του CEPS (The Centre for European Policy Studies) στις Βρυξέλλες. Το Συνέδριο οργανώθηκε στη βάση μιας ιδιαίτερα καινοτόμου ιδέας των "εργαστηρίων σκέψης" (Ideas Lab) ανά χώρο πολιτικής όπου μετείχαν συνολικά πάνω από 600 άτομα από όλα τα μέρη του κόσμου, πολιτικοί, θεσμικοί παράγοντες, πανεπιστημιακοί, ερευνητές, εμπειρογνώμονες κτλ. Στις Βρυξέλλες το κλίμα είναι τεταμένο και οι ισορροπίες δύσκολες.
Στις σχετικές με τους θεσμούς συζητήσεις στο πλαίσιο του Συνεδρίου, έγινε φανερό ότι όλοι συμφωνούν πως το πλαίσιο της οικονομικής διακυβέρνησης όπως έχει διαμορφωθεί από το 2010 είναι προβληματικό και άρα είναι αναγκαίο να γίνουν κάποιες θεσμικές και πολιτικές επεμβάσεις που θα ενισχύσουν την νομιμοποιητική του βάση. Το θέμα είναι τι είδους μεταρρυθμίσεις και σε τι θα προσβλέπουν.
Κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει το γεγονός ότι η οικονομική διακυβέρνηση όπως έχει διαμορφωθεί από το 2010 και μετά έχει δημιουργήσει ένα ανισόρροπο σύστημα διακυβέρνησης: πρόκειται για ένα μοντέλο ανισοβαρούς διακυβερνητισμού με το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο να έχει αποκτήσει νέες πολιτικές εξουσίες, το Συμβούλιο της ΕΕ να έχει αυξήσει τις συντονιστικές και αποφασιστικές αρμοδιότητες του σε θέματα δημοσιονομικής και εν γένει οικονομικής διαχείρισης, την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να αναλαμβάνει εκτελεστικά και ελεγκτικά καθήκοντα και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο να είναι περιθωριοποιημένο.
Tα κράτη πιστωτές επηρρεάζουν και αποφασίζουν για άλλα κράτη μέσα από τις ειδικές ανά χώρα συστάσεις στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου όπως αυτές συντάσσονται από την Επιτροπή.
Το εντυπωσιακό λοιπόν ήταν ότι οι Ευρωβουλευτές των mainstream πολιτικών ομάδων που ήταν παρόντες στις συζητήσεις για τους θεσμούς (Χριστιανοδημοκράτες, Ευρωπαίοι Σοσιαλιστές και Δημοκράτες, Πράσινοι, Φιλελεύθεροι) έδειξαν να συμφωνούν μέσα σ΄ένα κλίμα παράξενης νηνεμίας με τους υψηλά ιστάμενους θεσμικούς παράγοντες που εκπροσωπούσαν τους δύο διακυβερνητικούς θεσμούς της ΕΕ (Συμβούλιο της ΕΕ και διπλωμάτες των μόνιμων αντιπροσωπειών, και Ευρωπαϊκό Συμβούλιο) για το ποια πρέπει να είναι η μεταρρυθμιστική κατεύθυνση. Πόσο λογικό σας φαίνεται αυτό;
Οι προαναφερθέντες πολιτικοί και θεσμικοί παράγοντες σε συνεργασία με άλλους εμπειρογνώμονες συνέταξαν μάλιστα μια Έκθεση (Shifting EU Institutional Reform into High Gear – Report of the CEPS High-Level Group), περικλείοντας προτάσεις τους για την μεταρρύθμιση μεταξύ άλλων και της οικονομικής διακυβέρνησης. Διαβάζοντας το κείμενο ειλικρινά δεν αισθάνθηκα καμμία ανάταση. Πρόκειται ως επί το πλείστον για διαδικαστικά μέτρα που έχουν ως στόχο την καλύτερη κυκλοφορία της πληροφορίας διαθεσμικά – σχετικά με το περιεχόμενο των αξιολογήσεων, εκτιμήσεων και αποφάσεων που λαμβάνονται από την Επιτροπή, το Συμβούλιο της ΕΕ και το Ευρ. Συμβούλιο - ώστε το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο να λαμβάνει έγκαιρα γνώση για το τι μέλλει γενέσθαι. Οι υπογράφοντες λοιπόν είναι καλοθελητές...συμφωνούν ότι η εντατικοποίηση των ενημερωτικών συνεδριάσεων και επαφών για λογαριασμό του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου αλλά και των εθνικών κοινοβουλίων σχετικά με το τι αποφασίζουν και πράτουν οι διακυβερνητικοί θεσμοί συνεπικουρούμενοι από την Επιτροπή αποτελεί μεταρρύθμιση!
Ενδεικτικά, παρατίθενται κάποιες από τις προτάσεις ενδυνάμωσης του ρόλου ελέγχου (sic) των κοινοβουλευτικών οργάνων: ακρόαση του Προέδρου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου ενώπιον του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στο πλαίσιο των ‘οικονομικών διαλόγων’, πρωθύστερη ενημέρωση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για το επόμενο EuroSummit, ακροάσεις των αρμόδιων Επιτρόπων ενώπιον του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στο πλαίσιο του πολιτικού διαλόγου, δικαίωμα ψήφου των εθνικών κοινοβουλίων για τη σύναψη μνημονίων (στο πλαίσιο της συζήτησης για γενίκευση της μνημονιακής πρακτικής με προγράμματα λιτότητας για όλα τα κράτη μέλη), συμμετοχή αποστολών και από τα εθνικά κοινοβούλια στις Συνεδριάσεις της οικονομικής και δημοσιονομικής διακυβέρνησης στο πλαίσιο του δημοσιονομικού συμφώνου, συζήτηση της Ετήσιας Επισκόπησης Ανάπτυξης στο πλαίσιο της διακοινοβουλευτικής συνεργασίας, πρωθύστερη ενημέρωση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και των εθνικών κοινοβουλίων για το περιεχόμενο των ειδικών συστάσεων πολιτικής στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού εξαμήνου κτλ. Η ιδέα υιοθέτησης μιας Συνθήκης του ευρώ με ότι αυτό συνεπάγεται δεν βρήκε καμμία ανταπόκριση, και σοφά κατά τη γνώμη μας, δεδομένου ότι όλο το κανονιστικό πλαίσιο της οικονομικής διακυβέρνησης υιοθετήθηκε από όλα τα κράτη μέλη χωρίς διακρίσεις μεταξύ των εντός και εκτός ζώνης του ευρώ.
Εν ολίγοις, οι πρότασεις ενδυνάμωσης του ρόλου ελέγχου (sic) των κοινοβουλευτικών οργάνων αποτελούν πιθανώς ενδιαφέρουσες γραφειοκρατικές δαιδαλώδεις αλχημείες που όμως δεν λύνουν το απτό πρόβλημα της αποπολιτικοποίησης της χάραξης οικονομικής πολιτικής σε ευρωπαϊκό επίπεδο, ή αλλιώς το κυρίαρχο μότο « εμείς η ΕΕ κάνουμε δημοσιονομική εξ-υγίανση και εσείς τα κράτη κάντε ανάπτυξη ». Όπως επίσης δεν λύνουν το πρόβλημα του εξαιρετικά ασύμμετρου διακυβερνητισμού όπου το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο είδε τον ηγετικό ρόλο του να απλώνεται εν μία νυκτί from the back door σ’ένα νέο και μεγάλο πεδίο πολιτικών μέχρι πρότινος εθνικής αρμοδιότητας (μισθολογική πολιτική, πολιτική υγείας, πολιτική απασχόλησης κτλ), θολώνοντας έτσι τις γραμμές σχετικά με το ποιες είναι πλέον εθνικές και ποιες είναι ευρωπαϊκές αρμοδιότητες. Πρακτικά αυτό σημαίνει ότι τα κράτη πιστωτές επηρρεάζουν και αποφασίζουν για άλλα κράτη μέσα από τις ειδικές ανά χώρα συστάσεις στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου όπως αυτές συντάσσονται από την Επιτροπή.
Μετά τις αλχημείες, έρχεται ο λογαριασμός. Το μεγάλο διακύβευμα πλέον είναι πως το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο θα αποκτήσει ουσιαστική νομιμοποίηση (substantial input legitimacy), πως θα μπορέσει να ασκεί γνήσιο κοινοβουλευτικό έλεγχο στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο και να αποκτήσει ουσιαστικές αποφασιστικές αρμοδιότητες στα θέματα οικονομικής διαχείρισης ώστε το περιεχόμενο πολιτικής να μπορεί να αλλάζει...
Προς το παρόν τα ευήκοα ώτα στις Βρυξέλλες σπανίζουν. Ο ίδιος o Pascal Lamy (πρώην Γενικός Διευθυντής του ΠΟΕ) μας ‘ενημέρωσε’ στο Συνέδριο ότι η νομιμοποίηση έχει να κάνει με την εγγύτητα και δεν μπορεί να υπάρχει παρά μόνο σε εθνικό/τοπικό επίπεδο, η Ευρώπη είναι εκτός πεδίου μάχης. Άραγε για τους έλληνες πολίτες, η παρουσία της Τρόικα δεν αποτελεί μια νέα μορφή εγγύτητας;
Οι συμμετέχοντες στο Συνέδριο λοιπόν ως επί το πλείστον απέφυγαν να ασχοληθούν με την ουσία του προβλήματος. Καμμία αναφορά δεν έγινε στο πρόβλημα του μη ελέγχου του Προέδρου του Eurogroup. Επίσης υπήρξε εσκεμμένη αποσιώπηση μιας άξιας για συζήτηση πρότασης – αν και καθόλου ριζοσπαστική, αλλά έστω υπαρκτή – του ιταλού πανεπιστημιακού Sergio Fabbrini για εκλογή του Προέδρου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου από τα εθνικά κοινοβούλια. Στο πλαίσιο αυτό, η πρόταση του γερμανού πανεπιστημιακού René Repasi για εναρμόνιση των φορολογικών και κοινωνικών πολιτικών με τη χρήση της ενισχυμένης συνεργασίας ...έπεσε στο κενό.
Όταν κάποιοι από εμάς έδειξαν κριτική διάθεση και δυσπιστία σε σχέση με τα λεγόμενα, η απάντηση ήταν ότι κάπου γύρω στο 2017 το πλαίσιο της οικονομικής διακυβέρνησης, όπως έγινε και με την συνεργασία Schengen, θα μπορούσε να κοινοτικοποιηθεί, δηλαδή να γίνει μέρος του κοινοτικού κεκτημένου. Ναι φυσικά, μόνο που εντωμεταξύ οι μεγάλες αποφάσεις έχουν παρθεί. Η εκ των υστέρων κοινοτικοποίηση πολιτικών είναι ένας ωραίος τρόπος να νομιμοποιούνται αναδρομικά διακυβερνητικές συμφωνίες.
Αν οι πειραματικές ασκήσεις διακυβέρνησης made in Brussels μπορούν και γεννούν το Ευρωπαϊκό εξάμηνο, τις ειδικές συστάσεις οικονομικής και δημοσιονομικής πολιτικής, τα προγράμματα οικονομικής προσαρμογής, τότε σίγουρα μπορούν και πολλά άλλα. Ή μήπως όχι;