Την στιγμή που οι Eυρωπαίοι ηγέτες επιμερίζουν τις ευθύνες για την κρίση στα κράτη-μέλη, σε ένα άλλο -άγνωστο στο ευρύ κοινό- συνέδριο στο Όσλο, μια εκλεκτή ομάδα ειδικών έχει διαφορετική άποψη
Τον περασμένο Μάρτη όλα τα φώτα της δημοσιότητας ήταν στραμμένα σε μία απο τις τόσες προγραματισμένες συνόδους του Ευρωπαικού Συμβουλίου. Οι αρχηγοί των κρατών μελών προσπαθούσαν να ορίσουν τη «στρατηγική καθοδήγηση για τις εθνικές δημοσιονομικές πολιτικές των κρατών μελών, καθώς και τις φετινές διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις». Οι ευρωπαίοι ηγέτες λοιπόν αποφάνθηκαν τότε, ότι για την ευρωπαική κρίση φταίνε τόσο τα κράτη μέλη με την αναποτελεσματική γραφειοκρατία, τη διαφθορά, την καθυστέρηση στην ολοκλήρωση της Ενιαίας Αγοράς κλπ όσο και εξωτερικοί παράγοντες όπως η αμερικανική κρίση των δανείων υψηλού ρίσκου το 2008.
Την ίδια στιγμή όμως, ξεκινούσε μια πολύ πιο ταπεινή σε μέγεθος, δημοσιότητα και φιλοδοξία, σύνοδος στο Όσλο, όπου μια ομάδα διακεκριμένων ακαδημαϊκών (Giandomenico Majone, Agustin José Menéndez, Christopher Lord, Fritz Scharpf και John Erik Fossum κ.α) συζήτησε ακριβώς το ίδιο θέμα: τα αίτια της Ευρωκρίσης και πιθανές διεξόδους από αυτήν, καθώς και τις επιπτώσεις απο τις έως τώρα ακολουθούμενες μεθόδους αντιμετώπισής.
Στη αυτή τη συζήτηση δεν συμμετείχαν εκλεγμένοι απλά καταρτισμένοι: κοινωνιολόγοι, φιλόσοφοι, πολιτικοί αναλυτές, νομικοί- κανείς οικονομολόγος καθότι οι οικονομικές πτυχές της κρίσης έχουν καλυφθεί εκτενώς. Πέρα από τους αριθμούς, η Ευρωκρίση αφορά πρωτίστως σε ανθρώπους -κι ας μιλάνε ορισμένοι για λαϊκισμό όταν τους γίνεται αυτή η υπενθύμιση-: τους πολίτες της Ένωσης αυτής που βιώνουν καθημερινά το νόημα όλων αυτών των οικονομικών δεικτών. Το πώς φτάσαμε στην κρίση αυτή και το πώς οι εκλεγμένοι και μη ηγέτες της Ένωσης επιλέγουν να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα έχει επίσης άμεσες και δυνητικά μόνιμες επιπτώσεις για τους δημοκρατικούς θεσμούς σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο.
Αυτό λοιπόν που συμπέραναν στο Όσλο και όχι στις Βρευξέλλες είναι ότι η κρίση δεν είναι μία αλλά πολλαπλές κρίσεις, οι οποίες ανάγονται σε συστημικές αδυναμίες του Ευρωπαϊκού οικοδομήματος και της Δυτικής κοινωνικο-οικονομικής τάξης πραγμάτων
Αυτό λοιπόν που συμπέραναν στο Όσλο και όχι στις Βρευξέλλες είναι ότι η κρίση δεν είναι μία αλλά πολλαπλές κρίσεις, οι οποίες ανάγονται σε συστημικές αδυναμίες του Ευρωπαϊκού οικοδομήματος και της Δυτικής κοινωνικο-οικονομικής τάξης πραγμάτων και όχι απλώς στην κατάρευση Αμερικανικών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων το 2008. Η τελευταία λειτούργησε ως ο καταλύτης, που επέτρεψε στις αδυναμίες της ΕΕ να γιγαντωθούν και να εκδηλωθούν ως κρίσεις- οικονομική, δημοσιονομική, μακροοικονομική, διαρθρωτική, και πάνω απ’ολα πολιτική.
Συνεπώς η ΕΕ φέρει σημαντική ευθύνη για τις κρίσεις αυτές. Οι αλλαγές στη δομή των Ευρωπαϊκών θεσμών και οι επιλογές που αφορούν στην πολιτική της ΕΕ επί της ουσίας εξέθρεψαν τις δομικές αυτές αδυναμίες της Ένωσης, τις οποίες η Αμερικανική κρίση των στεγαστικών δανείων υψηλού κινδύνου μετέτρεψε σε κρίσεις. Συγκεκριμένα, σημαντικό ρόλο στην αποσταθεροποίηση της Ένωσης έπαιξε αφενός η ταύτιση της οικονομικής ελευθερίας με την ατομικιστική, ιδιωτική αυτονομία και αφετέρου το ό,τι η οικονομική και νομισματική ένωση δημιουργήθηκε στη βάση ασυμμετριών και ανισοτήτων - εξ’ ου και ασύμμετρη η ίδια.
Επιπλέον, τα μέτρα που μέχρι στιγμής λαμβάνονται σε υπερεθνικό/Ευρωπαϊκό επίπεδο για την αντιμετώπιση των κρίσεων είναι ασυνεχή, συχνά αντιφατικά και, κατά πολλούς, αναποτελεσματικά, καθώς οι ηγεσίες των Ευρωπαϊκών και εθνικών κυβερνητικών οργάνων διαρκώς αλλάζουν -ή έστω μετατοπίζουν- τη διάγνωσή τους περί της φύσης της κρίσης ή των κρίσεων. Αυτό που προκαλεί τη μεγαλύτερη ανησυχία είναι ότι ο χειρισμός των κρίσεων σε Ευρωπαϊκό επίπεδο με μέτρα που υποτίθεται ότι είναι εξαιρετικά και προσωρινά έχει πυροδοτήσει μια διαδικασία μετάλλαξης του ευρωπαϊκού συνταγματικού δικαίου. Η ΕΕ με τη μορφή που έχει σήμερα όλο και απομακρύνεται από το αρχικό ευρωπαϊκό συνταγματικό και πολιτικό εγχείρημα το οποίο βασίστηκε στο Κοινωνικό και Δημοκρατικό Δίκαιο που διέπει τα μεταπολεμικά εθνικά συντάγματα και σε μεγάλο βαθμό και τις αρχικές Ευρωπαϊκές Κοινότητες.
Υπάρχει ελπίδα για τη δημοκρατία στην Ευρωπαϊκή Ένωση; Και τι μπορεί να προσφέρει στη συζήτηση επ’αυτού η ακαδημαϊκή κοινότητα, πέραν της διάγνωσης ότι η ευρωπαϊκή δημοκρατία πάσχει; Από το Όσλο το μήνυμα είναι ότι μπορεί το μέλλον να μοιάζει ζοφερό, παρόλαυτα υπάρχει διέξοδος: η επιστροφή στην ερμηνεία του συνταγματικού δικαίου με βάση τις δημοκρατικές αρχές. Μπορούμε και πρέπει να αμφισβητήσουμε τις πολιτικές και αποφάσεις που έχουν ληφθεί από τις εθνικές και ευρωπαϊκές ηγεσίες ειδικά τα τελευταία πέντε έτη, όχι στη βάση πολιτικών ιδεολογιών αλλά της βαθιάς συνταγματικής παράδοσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στη βάση του κοινού μας συνταγματικά κατοχυρωμένου κοινωνικού και δημοκρατικού δίκαιου. Μέχρι στιγμής, οι Ευρωπαίοι ακαδημαϊκοί έχουν επιλέξει στην πλειοψηφία τους τη σιωπή. Από εδώ και πέρα, θα πρέπει να μας θυμίζουν πιό συχνά ότι Δημοκρατία σημαίνει επιλογές, τόσο σε εθνικό όσο και ευρωπαϊκό επίπεδο.