Όταν πρίν 4 χρόνια μπήκε η κρίση στις τηλεοράσεις μας, την παρουσία της οποίας γνώριζαν συγκεκριμένοι εγχώριοι και ξένοι κύκλοι, δύο αντιδράσεις κυριάρχησαν: αφενός η τρομολογία της εξαφάνισης της χώρας από την Ευρωζώνη χωρίς να αναλαμβάνει κανείς την ευθύνη και αφετέρου μια παράλληλη μοναχική συζήτηση για την άλλη κρίση, αυτής των αξιών, της δημοκρατίας, του πολιτικού γίγνεσθαι, της αλληλεγγύης και συνύπαρξης των πολιτών (με χαρτιά η χωρίς). Άραγε πως υπηρέτησαν τα ΜΜΕ τους πολίτες και τη δημοκρατία;
Το ότι κυριάρχησε το πρώτο είδος εξιστόρησης της κρίσης στα εθνικά μας μέσα ενημέρωσης και στην πλειονότητα του προβαλλόμενου πολιτικού λόγου, έχει να κάνει με το είδος και επίπεδο της δημόσιας συζήτησης στην Ελλάδα. Κατ’ αρχήν, τα μέσα ενημέρωσης απέτυχαν να προειδοποιήσουν την κοινωνία για την χρόνια καθίζηση της εθνικής οικονομίας. Αντίθετα, ήταν προσκολλημένα σε τετριμμένες ιστορίες πολιτικών διενέξεων που σπάνια είχαν περισσότερο νόημα από ένα ρετουσαρισμένο κουτσομπολιό, χωρίς βάθος η συνέπεια.
Κατά την διάρκεια της κρίσης, τα μέσα ενημέρωσης της χώρας γενικα στο σύνολο τους περιόρισαν το εύρος της συζήτησης για τα αίτια και λύσεις για την οικονομική κρίση σε λίγες προτάσεις, μέσα σε πλαίσια εκφοβισμού, διλημμάτων και έναν παθολογικό εγκλωβισμό της κομματολατρείας. Ακολούθησαν γενικές γραμμές κάλυψης και ανάλυσης που παραμένει φωτογραφική, δηλαδή της στιγμής, περιορισμένης οπτικής γωνίας και χρωματισμένη με τα ιδεολογικά μπαγκάζια του παρελθόντος. Δηλαδή, η ελληνική κοινωνία άκουσε επανειλημμένα την ιστορία της κρίσης γύρω από συγκεκριμένες στρατηγικές εξιστόρησης. Συγκεκριμένα, η εξιστόρηση αυτή έγινε γύρω από το πλαίσιο του «επείγοντος» ιδιαίτερα την εποχή των εκλογών αλλά και κάθε σημαντικής ιστορικής στιγμής για την διευθέτηση της κρίσης και ειδικά κατά την διάρκεια ψηφοφοριών στη Βουλή. Το «επείγον» μιας κατάστασης σηματοδοτεί την πρακτική παύση των ουσιαστικών δημοκρατικών θεσμών, μέρος των οποίων είναι ο ουσιαστικός διάλογος και η αντιπροσώπευση πολλαπλών κοινωνικών κοινών και όχι μονομερών συμφερόντων, ώστε να παρθούν αποφάσεις εσπευσμένα, όπως ακριβώς σε περιστάσεις έκτακτης ανάγκης η επειγόντων ιατρικών περιστατικών.
Ο Ευρωπαϊκός και ελληνικός τύπος ζει και «αναπνέει» τον αέρα των ελίτ, εξαρτάται από τις ελίτ για το περιεχόμενο τους και λησμονά την ευθύνη στον τελικό παραλήπτη, τους πολίτες
Το δεύτερο πλαίσιο εξιστόρησης είναι η αντιπαράθεση οικονομίας και πολιτικής ως παράγοντες σχεδόν ανεξάρτητοι ο ένας από τον άλλο, με την οικονομία να παρουσιάζεται συχνά ως ένας αυτόνομος, ανεξέλεγκτος μηχανισμός. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, οι αριθμοί χρησιμοποιούνται ως αυτούσια απόδειξη που καλεί συγκεκριμένο εύρος πολιτικών αποφάσεων. Έτσι, το όποιο «πακέτο» οικονομικών μεταρρυθμίσεων αποκτά τη δική του υπόσταση και γύρω από αυτό τότε γίνονται συζητήσεις μεταξύ πολιτικών αρχηγών και της «Ευρώπης». Στην μιντιακή εξιστόρηση το «πακέτο» δεν αναλύεται ως το αποτέλεσμα πολιτικών αποφάσεων, όπως και είναι, αφού μόνο η πολιτική απόφαση και θέληση μπορεί να το φέρει ως...πολιτική στην προσπάθεια λύσης του προβλήματος πίστωσης της χώρας και της Ευρωζώνης. Κατά την προεκλογική περίοδο ιδιαίτερα, τα μέσα ενημέρωσης παρήγαγαν πολλά, αλλά όχι πολλαπλά, πολιτικά πλαίσια εξιστόρησης της κρίσης και παρέμειναν προσκολλημένα σε συγκεκριμένες ατζέντες συζητήσεων. Τα σενάρια που παρουσίασαν τα κυρίαρχα ΜΜΕ δεν απέχουν πολύ από αυτά που δημοσιεύτηκαν σε αλλά Ευρωπαϊκά μέσα και κυρίως στον τύπο της Αυστρίας, Γερμανίας, Ισπανίας και Βρετανίας. Η συνεχής παραγωγή διλημμάτων και η μικρή διαφοροποίηση των σεναρίων και εξιστορήσεων της κρίσης έχει να κάνει με το γεγονός ότι τα μέσα γενικά και ο Ευρωπαϊκός τύπος συγκεκριμένα, συμπεριλαμβανόμενου της Ελλάδας, ζει και «αναπνέει» τον αέρα των ελίτ, εξαρτάται από τις ελίτ για το περιεχόμενο τους και λησμονά την ευθύνη στον τελικό παραλήπτη, τους πολίτες.
Μια ακόμα ανησυχητική τάση ήταν κι εξακολουθεί να είναι η δημιουργία πόλωσης σε ομάδες «εμείς» και «αυτοί», δηλαδή σε αντίθετα στρατόπεδα κι εχθρικές σχέσεις μεταξύ κοινωνικών ομάδων και εθνών. Μέσα στην ίδια χώρα, ο τύπος προβαίνει σε τεχνάσματα αποξένωσης και ξενοφοβίας σε δυο επίπεδα, το ένα στην σχέση της χώρας με την «Ευρώπη» προσδιορίζοντας τη σχέση της Ελλάδας προς τις ίδιες χώρες μερικές φορές εταιρική και άλλες φορές αστυνομική, σχέση παρακολούθησης και υποταγής. Αυτό τραυματίζει και δηλητηριάζει την αίσθηση προσωπικής κι εθνικής (με την ευρεία έννοια) αξίας. Η συνεχής επανάληψη και κάλυψη κάθε είδους μέσων, ακόμα και λαϊκίστικου τύπου όπως ήταν η περίπτωση της εφημερίδας Bild Zeitung ή του περιοδικού Focus με τα γνωστά εξώφυλλα δεν είχε ιδιαίτερη δημοσιογραφική αξία, δεν προσέθεσε νέες κρίσιμες πληροφορίες στη δημόσια συζήτηση και δεν μετέδωσε την πραγματικότητα της κοινής γνώμης έγκυρα. Αντ’ αυτού, με τέτοιου είδους κάλυψη μεταφέρει το κέντρο βάρους της δημόσιας συζήτησης σε προσωρινά και τετριμμένα στιγμιότυπα ενος εμπορικού τύπου που επαφείεται και αυτός σε φτηνά τεχνάσματα και παίζει με στερεότυπα και φοβίες της δικής του εσωτερικής αγοράς.
Το άλλο επίπεδο είναι αυτό της εσωτερικής παράνοιας και ξενοφοβίας, μεταξύ ενός «απειλούμενου» ελληνικού λάου απροσδιορίστων χαρακτηριστικών και του «απειλούντος» οποιουδήποτε «ξένου» (πολιτικά, «φυλετικά», οικονομικά), που γίνεται ο «άλλος». Οι εσωτερικές πληγές που άνοιξαν και μέσω της σύμπραξης ή και απραξίας του τύπου εκφράζουν τυπικά τη φωνή της αλλοτρίωσης και της βαρβαρότητας για την οποία μίλησε ο Καβάφης και αργότερα ο J. M. Coetzee (περιμένοντας τους βαρβάρους). Είναι μια τακτική με πολλαπλή χρήση η οποία, ιστορικά, έχει στιγματίσει την πολιτική και κοινωνική ζωή της χώρας, αλλά και της Ευρώπης. Πολύ γρήγορα οι όροι «κρίση» «Έλληνες» και «Ευρώπη» χάνουν την αξία τους ως επεξηγηματικοί όροι και χρησιμοποιούνται με προβληματική ευκολία κι επιλεκτική μνήμη. Τα μέσα ενημέρωσης προσωποποίησαν και προσωποποιούν την κρίση γύρω από συγκεκριμένα άτομα, όπως για παράδειγμα η Μέρκελ, η Λαγκάρντ η ο Σαμαράς η ο Τσίπρας, και «τοποποιούν» την κρίση σε συγκεκριμένα γεωγραφικά σημεία, στην Ελλάδα τις Βρυξέλλες, την Μαδρίτη ή το Παρίσι.
Αν κανείς πάρει το λεξικό της κρίσης στην κυριολεξία θα δημιουργήσει μια περίεργη γεωγραφία προσώπων. Φυσικά, η δημοσιογραφική τακτική να εστιάζει σε αυτά που θεωρεί «συγκεκριμένα» και κατανοήσιμα είναι γνωστή. Δείχνει όμως κι έναν περιορισμένο τρόπο εξιστόρησης και κατ’ επέκταση τρόπο άσκησης ενός λειτουργήματος, που σε καταστάσεις σαν αυτήν η οποία επηρεάζει αρνητικά το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού, δεν καλύπτει την σοβαρή ανάγκη για έναν διαφορετικό, ολοκληρωμένο και κριτικό λόγο.
Η συγκεκριμένη έρευνα πάνω στην κάλυψη της κρίσης από τον Ευρωπαϊκό και Ελληνικό τύπο, πάνω στην οποία βασίζεται αυτό το κομμάτι, ακολούθησε τα πλαίσια εξιστόρησης της κρίσης με σκοπό να βρει κατά πόσο τα μέσα ενημέρωσης προσέφεραν πλουραλισμό ενημέρωσης σε μια τόσο σημαντική ιστορική περίοδο της χώρας και της Ευρώπης. Η έρευνα αυτή οδηγεί σε δυο συνυφασμένα αναλυτικά επίπεδα, την σχέση πολιτών και κοινωνικών και πολιτικών θεσμών και νέες μορφές διακυβέρνησης επικοινωνιακών διαδικασιών, και στο εύρος και βάθος ουσιαστικού πλουραλισμού και διακυβέρνησης των μέσων.