Η κατάσταση που επικρατεί στην Ουκρανία τους τελευταίους μήνες έχει προκαλέσει το μεγάλο ενδιαφέρον της διεθνούς κοινότητας καθώς πρόκειται για ένα κρίσιμο ζήτημα που αφορά τον ανταγωνισμό μεταξύ ισχυρών δυνάμεων για αύξηση της επιρροής του σε μια κρίσιμη γεωπολιτικά περιοχή. Πρόκειται για την αναβίωση της σύγκρουσης Δύσης-Ρωσίας για την Ανατολική Ευρώπη, μια σύγκρουση που δεν εμφανίζεται πάντως για πρώτη φορά στην ιστορία όπως δείχνει σειρά ιστορικών γεγονότων (χαρακτηριστικότερο παράδειγμα η Συνθήκη Μπρεστ-Λιτόβσκ με την οποία η Σοβιετική Ένωση βγήκε από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο και στην οποία προβλεπόταν αποκοπή της Ανατολικής Ευρώπης- της Ουκρανίας συμπεριλαμβανομένης- από τον εδαφικό της ιστό κατόπιν απαίτησης της Γερμανίας).
Η Ρωσία ιστορικά έβλεπε την Ανατολική Ευρώπη ως το διάδρομο ο οποίος θα της δώσει πρόσβαση στο αναπτυγμένο ευρωπαϊκό κέντρο, η άμεση γεωγραφική επαφή με το οποίο θα τις επέτρεπε αφενός να αποκτήσει αναβαθμισμένες εμπορικές και οικονομικές σχέσεις μαζί του και αφετέρου να υιοθετήσει και να ενσωματώσει ευκολότερα στοιχεία του δυτικοευρωπαϊκού προτύπου ανάπτυξης και οργάνωσης. Επιπλέον, η Ανατολική Ευρώπη λειτουργούσε για τη Ρωσία ως ζώνη προστασίας (buffer zone) απέναντι στις κατά καιρούς επιβουλές δυτικοευρωπαϊκών δυνάμεων εναντίον της. Η δε κτήση της Ουκρανίας (ή έστω σημαντικού μέρους αυτής καθώς ένα σημαντικό κομμάτι της σημερινής Ουκρανίας προσαρτήθηκε από τη Σοβιετική Ένωση μόλις το 1939) έδινε στη Ρωσία πρόσβαση στη Μαύρη Θάλασσα (ικανοποιώντας εν μέρει την πάγια ιστορική της επιδίωξη για έξοδο στις θερμές θάλασσες) ενώ σε συμβολικό επίπεδο σήμαινε την επανένωση του ρωσικού έθνους με δεδομένο ότι το πρώτο ρωσικό κράτος ήταν αυτό του Κιέβου (δημιουργήθηκε τον 9ο αιώνα ενώ μετά τη μογγολική εισβολή του 13ου αιώνα κατακερματίστηκε μεταξύ Μογγολικής Αυτοκρατορίας-Λιθουανίας και Πολωνίας- στις δύο τελευταίες πέρασε το μεγαλύτερο μέρος των δυτικών και νοτιοδυτικών εδαφών του -σήμερα αποτελούν μέρος Ουκρανίας- ενώ στην πρώτη τα ανατολικά και βορειανατολικά εδάφη του τα οποία σήμερα αποτελούν μέρος της Ρωσίας).
Από την άλλη η Δυτική Ευρώπη έβλεπε με καχυποψία το ενδεχόμενο επέκτασης της ρωσικής επιρροής ως το ευρωπαϊκό κέντρο φοβούμενη εκδήλωση περαιτέρω επιθετικότητας ενώ αρκετές φορές από το 19ο αιώνα και μετά η Ανατολική Ευρώπη λειτούργησε ως το αναγκαίο πέρασμα των δυτικοευρωπαϊκών δυνάμεων ώστε να προωθήσουν τις επιθετικές τους βλέψεις απέναντι στη Ρωσία (Ναπολεόντειοι Πόλεμοι, Πρώτος και Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος). Με λίγα λόγια, η Ανατολική Ευρώπη αποτέλεσε διαχρονικά ένα σημείο στρατηγικού ανταγωνισμού Ρωσίας-Δυτικής Ευρώπης με τη μία ή την άλλη πλευρά να επικρατεί κατά διαστήματα.
Οι ΗΠΑ στα πλαίσια της στρατηγικής τους επιλογής για μετακίνηση του ενδιαφέροντός τους προς την Ανατολική Ασία επιθυμούν να κλείσουν μέτωπα (προς όφελός τους) στις υπόλοιπες περιοχές ώστε να επικεντρωθούν εκεί. Διαφαίνεται πως η ΕΕ -ιδιαίτερα η Γερμανία- θα αναλάβει το ρόλο να κλείσει το μέτωπο της Ανατολικής Ευρώπης
Στο σημείο αυτό θα πρέπει να τονιστεί ότι η διατήρηση του ανταγωνισμού μεταξύ των δύο πλευρών για τη συγκεκριμένη περιοχή ευνοούνταν και αποτέλεσε βασική στρατηγική επιδίωξη ενός τρίτου πόλου: του αγγλοσαξονικού (είτε αυτό αφορούσε της Βρετανική Αυτοκρατορία είτε μεταγενέστερα τις ΗΠΑ). Βασικό στόχο του αποτελούσε η δημιουργία τριβών μεταξύ των δύο πλευρών ώστε να μη γίνει κατορθωτή μια ευρύτερη στρατηγική προσέγγιση Ρωσίας-Δυτικής Ευρώπης η οποία θα μπορούσε να αμφισβητήσει την παγκόσμια πρωτοκαθεδρία των αγγλοσαξονικών δυνάμεων. Δεν είναι τυχαίο ότι οι βασικοί θεωρητικοί της αγγλοσαξονικής γεωπολιτικής σχολής (από τον Βρετανό Μάκιντερ στις αρχές του 20ου αιώνα μέχρι τον Μπρεζίνσκι σήμερα) διαχρονικά μιλούν για τον κίνδυνο μιας ευρύτερης ευρω-ρωσικής συμφωνίας που θα έπληττε τα συμφέροντα τότε της Βρετανικής Αυτοκρατορίας και τώρα των ΗΠΑ.
Η σημερινή κατάσταση στην Ουκρανία δεν μπορεί να γίνει κατανοητή εκτός αυτού του πλαισίου. Η άμεση και δυναμική παρέμβαση των ΗΠΑ προς υποστήριξη της υπογραφής Συμφώνου ΕΕ- Ουκρανίας είχε κυρίως ως στόχο την εκ νέου πρόκληση τριβών μεταξύ Ευρώπης- Ρωσίας για ένα τμήμα της Ανατολικής Ευρώπης. Σε ευρύτερο επίπεδο, οι ΗΠΑ στα πλαίσια της στρατηγικής τους επιλογής για μετακίνηση του ενδιαφέροντός τους προς την Ανατολική Ασία επιθυμούν να κλείσουν μέτωπα (προς όφελός τους) στις υπόλοιπες περιοχές ώστε να επικεντρωθούν εκεί. Διαφαίνεται πως η ΕΕ (και ιδιαίτερα η Γερμανία) θα αναλάβει το ρόλο να κλείσει το μέτωπο της Ανατολικής Ευρώπης. Δεν είναι τυχαίες οι πρόσφατες εξαγγελίες της Γερμανίας ότι θα διεκδικήσουν αναβαθμισμένο ρόλο στα κρίσιμα διεθνή ζητήματα (οι οποίες επικροτήθηκαν από την αμερικανική πλευρά).
Από την άλλη η Ρωσία ήταν δεδομένο πως δε θα έμενε απαθής και με σταυρωμένα τα χέρια απέναντι σε αυτές τις εξελίξεις καθότι θεωρεί ότι διακυβεύονται ζωτικά συμφέροντα για την ίδια. Αφενός κινδυνεύει να απολέσει την επιρροή της σε μια χώρα καθοριστικής σημασίας για την ίδια (για τους λόγους που αναλύθηκαν παραπάνω καθώς και για το λόγο ότι θα στερηθεί έναν πολύτιμο «Ευρωπαίο» και συγγενή πολιτισμικά σύμμαχο στην προσπάθειά της να προωθήσει τις διαδικασίες ενσωμάτωσης του πρώην σοβιετικού χώρου ο οποίος κυριαρχείται ως επί το πλείστον από μουσουλμανικά-ασιατικά κράτη) και αφετέρου θεωρεί ότι στην Ουκρανία δεν κρίνεται μόνο το μέλλον μιας κρίσιμης γεωστρατηγικά χώρας αλλά ενδεχομένως και το μέλλον της ίδιας της κυριαρχίας και ακεραιότητας του ρωσικού κράτους. Η ρωσική κυβέρνηση πιθανόν εκτιμά πως η μη επίδειξη δυναμικής στάσης απέναντι σε όσα συμβαίνουν στην Ουκρανία θα στείλει μηνύματα αδυναμίας τόσο προς όσους αμφισβητούν την κυριαρχία του Πούτιν και του συστήματός του (φόβος ενός ρωσικού Μαϊντάν με στήριξη από τη Δύση όπως- κατά τους Ρώσους- συνέβη και στην περίπτωση της Ουκρανίας) όσο και προς τις αυτονομιστικές ομάδες που δρουν στο εσωτερικό της και έχουν στόχο την αποκοπή συγκεκριμένων εδαφών από τον εδαφικό ιστό της Ρωσίας (ιδιαίτερα στο Β. Καύκασο).
Η απόφαση Πούτιν να ζητήσει (και να λάβει) έγκριση από το Ομοσπονδιακό Συμβούλιο για αποστολή δυνάμεων στην Ουκρανία εξυπηρετεί ασφαλώς το στόχο της προστασίας των ρωσικών στρατιωτικών εγκαταστάσεων αλλά και των Ρώσων πολιτών, θα πρέπει ωστόσο να ενταχθεί στα πλαίσια μιας συνολικότερης απόφασης της ρωσικής ηγεσίας για επίδειξη δυναμικής στάσης απέναντι στις εξελίξεις στην Ουκρανία. Αυτό φυσικά δε σημαίνει ότι η Ρωσία θα αποφασίσει μια στρατιωτική επιχείρηση πλήρους κλίμακας με προσάρτηση της Κριμαίας και άλλων περιοχών της Ανατολικής Ουκρανίας καθώς κάτι τέτοιο θα κλιμάκωνε κατακόρυφα την ένταση στις σχέσεις της με τη Δύση με την οποία δεν επιθυμεί προς το παρόν να έρθει σε πλήρη ρήξη. Σε κάθε περίπτωση οι εξελίξεις θα κριθούν σε μεγάλο βαθμό και από τη στάση της ουκρανικής κυβέρνησης απέναντι στους Ρώσους και ρωσόφωνους πολίτες της Ουκρανίας.