Πριν από ενάμιση περίπου χρόνο, το Δεκέμβριο του 2013, δέχτηκα ένα τηλεφώνημα από το Υπουργείο Παιδείας, με το οποίο μου ανακοινώθηκε ότι είχε απορριφθεί η πρώτη μου αίτηση απόσπασης σε χώρα του εξωτερικού. Όντας εξαιρετικά απογοητευμένη, καθώς είχε απορριφθεί η πρώτη μου αίτηση, ήμουν έτοιμη να αρνηθώ οποιαδήποτε άλλη εναλλακτική πρόταση. Στο άκουσμα όμως και μόνο της λέξης «Ιάσιο» δέχτηκα χωρίς δεύτερη σκέψη. Γιατί; Γιατί πολύ απλά το Ιάσιο έχει χαραχτεί στη συλλογική μνήμη των Ελλήνων ως το πνευματικό και πολιτιστικό κέντρο του ελληνισμού της Ρουμανίας, όπου ήρθαν και μεταλαμπάδευσαν τις αξίες του ελληνικού πολιτισμού οι σημαντικότεροι Έλληνες λόγιοι και ως η πόλη-σύμβολο, στην οποία κηρύχτηκε η έναρξη της ελληνικής επανάστασης του 1821.
«Σαν έτοιμη από καιρό», λοιπόν,-για να χρησιμοποιήσω τη φράση του αγαπημένου Έλληνα ποιητή Κωνσταντίνου Καβάφη, ο οποίος υπήρξε και αυτός ένας Έλληνας της Διασποράς, κίνησα για το ταξίδι μου προς το Ιάσιο. Ο πνευματικός θησαυρός που ανακάλυψα και συνεχίζω να ανακαλύπτω εδώ αποδείχτηκε και αποδεικνύεται συνεχώς πολύ μεγαλύτερος των αρχικών προσδοκιών μου. Στην ουσία ήρθα αντιμέτωπη με την ίδια την ιστορία. Αν θέλουμε να μιλάμε για μία συνεχή αλληλεπίδραση παρελθόντος και παρόντος, το Ιάσιο είναι μια τέτοια χαρακτηριστική περίπτωση.
Το Λεκτοράτο στην ουσία ήρθε να καλύψει μια μεγάλη επιτακτική ανάγκη: την ανάγκη συστηματοποίησης της διδασκαλίας της νεοελληνικής γλώσσας σε ένα κοινό το οποίο «διψούσε» για την εκμάθησή της.
Η διαχρονική ελληνική παρουσία στη Ρουμανία και οι στενοί ιστορικοί, πολιτιστικοί, θρησκευτικοί, οικονομικοί και πολιτικοί δεσμοί μεταξύ του ελληνικού και του ρουμανικού στοιχείου είναι ευδιάκριτοι παντού: Στις εκκλησίες, τα παλαιά ελληνικά κτίρια, τα πολύτιμα ελληνικά χειρόγραφα και βιβλία που φυλάσσονται στις βιβλιοθήκες της πόλης, αλλά κυρίως στους ανθρώπους. Τόσο στους Έλληνες της δεύτερης και τρίτης γενιάς που προσπαθούν να διαφυλάξουν την ταυτότητά τους όσο και στους Ρουμάνους που τρέφουν έναν απεριόριστο θαυμασμό για την Ελλάδα, την ελληνική γλώσσα και την ελληνική ιστορία.
Η ίδρυση, λοιπόν, του Λεκτοράτου Νεοελληνικών Σπουδών στη Φιλολογική Σχολή του Πανεπιστημίου AL.I.Cuza στο Ιάσιο πριν από 40 ακριβώς χρόνια στην ουσία ήρθε να καλύψει μια μεγάλη επιτακτική ανάγκη: την ανάγκη συστηματοποίησης της διδασκαλίας της νεοελληνικής γλώσσας σε ένα κοινό το οποίο «διψούσε» για την εκμάθησή της. Καθώς γλώσσα και πολιτισμός μιας χώρας είναι άρρηκτα συνδεδεμένα, οι φοιτητές που παρακολούθησαν τα μαθήματα στο Λεκτοράτο όλα αυτά τα χρόνια ήρθαν σε επαφή με την ελληνική γλώσσα, την ιστορία, τη λογοτεχνία και τον πολιτισμό και έγιναν κοινωνοί της πλούσιας ελληνικής ιστορικής και πολιτιστικής κληρονομιάς. Πολλοί από αυτούς είναι σήμερα διακεκριμένοι καθηγητές πανεπιστημίων, ερευνητές, μεταφραστές, διερμηνείς, δημοσιογράφοι, γιατροί, δικηγόροι κτλ. Εκτός όμως από τη διδασκαλία της νεοελληνικής γλώσσας, το Λεκτοράτο ανέπτυξε όλα αυτά τα χρόνια σπουδαία και πλούσια δράση στον τομέα της συνεργασίας με πνευματικά ιδρύματα και φορείς στην Ελλάδα, την Κύπρο και τη Ρουμανία κυρίως, αλλά και με σημαντικές προσωπικότητες των γραμμάτων και των τεχνών. Έλαβαν, επίσης, χώρα ειδικές διαλέξεις-αφιερώματα σε Νεοέλληνες συγγραφείς, μεταφράστηκαν σημαντικά έργα Ελλήνων συγγραφέων στα ρουμανικά, ενώ εγκαινιάστηκε και μια σειρά επαφών και ανταλλαγών με βιβλιοθήκες πανεπιστημίων και ερευνητικών ινστιτούτων του εξωτερικού. Αδιάψευστος μάρτυρας αυτής της πλούσιας δράσης αποτελεί, άλλωστε, η βιβλιοθήκη του Λεκτοράτου με πλήθος λεξικών, βιβλίων και περιοδικών που καλύπτουν όλες σχεδόν τις περιόδους της ελληνικής ιστορίας και του πολιτισμού.
Έχοντας, λοιπόν, μια τέτοια παρακαταθήκη στα χέρια μας, δεν είχαμε άλλη επιλογή από το να την αξιοποιήσουμε. Από την πρώτη μας κιόλας επαφή με τους φοιτητές διαπιστώσαμε ότι τα κίνητρα που τους ωθούν στην εκμάθηση της ελληνικής γλώσσας ποικίλλουν. Για κάποιους οι λόγοι είναι καθαρά επαγγελματικοί. Επιθυμούν, για παράδειγμα, να σταδιοδρομήσουν ως μεταφραστές και διερμηνείς ή να εργαστούν σε ρουμανο-ελληνικές εταιρείες. Για αρκετούς φοιτητές-κυρίως για τους φοιτητές των Θεολογικών Σχολών- η στενή σύνδεση Ελλάδας και Ρουμανίας λόγω της θρησκείας είναι ένα εξαιρετικά σημαντικό κίνητρο. Ιδιαίτερα σημαντικό είναι το γεγονός ότι μερικοί φοιτητές έχουν ήδη έλθει σε επαφή με σημαντικά λογοτεχνικά και ιστορικά-φιλοσοφικά έργα της αρχαίας και νέας ελληνικής γραμματείας μέσα από τις μεταφράσεις τους από γνωστούς Ρουμάνους μελετητές, αλλά και από μέλη της ελληνικής διασποράς της Ρουμανίας. Κάποιοι από αυτούς, κυρίως φοιτητές της Φιλολογικής Σχολής, της Θεολογίας, της Νομικής και της Ιστορίας μάλιστα σκοπεύουν να κάνουν μεταπτυχιακές και διδακτορικές σπουδές στην Ελλάδα. Πολλοί, εξάλλου, είναι αυτοί που δηλώνουν εραστές της ελληνικής φύσης, της ιστορίας, μουσικής, της ιδιοσυγκρασίας του ελληνικού λαού. Έχουμε να κάνουμε, λοιπόν, με τις ανάγκες και τις απαιτήσεις ενός ετερόκλητου συνόλου ανθρώπων. Αυτές τις ανάγκες και αυτές τις απαιτήσεις προσπαθεί να καλύψει το Λεκτοράτο, προσφέροντας μαθήματα νεοελληνικής γλώσσας σε όλα τα επίπεδα, αλλά και δίνοντας τη δυνατότητα σε όσους το επιθυμούν, στο πλαίσιο της διαπανεπιστημιακής συνεργασίας, να διευρύνουν τις γνώσεις τους, παρακολουθώντας θερινά μαθήματα ελληνικής γλώσσας και πολιτισμού στα ελληνικά πανεπιστήμια.
Βεβαίως, η δραστηριότητα του Λεκτοράτου δεν περιορίζεται μόνο στα μαθήματα. Οι επιστημονικές και πολιτιστικές εκδηλώσεις είτε με τη μορφή επετειακών αφιερωμάτων είτε με τη μορφή ημερίδων παίζουν ένα σημαντικό ρόλο στην προβολή της ελληνικής γλώσσας και του πολιτισμού, αλλά και τη σύσφιγξη των ελληνο-ρουμανικών σχέσεων. Από πέρυσι κιόλας εγκαινιάστηκε μια σειρά επιστημονικών-πολιτιστικών εκδηλώσεων, με πρώτη αυτή που συνδιοργανώθηκε από το Λεκτοράτο Νεοελληνικών Σπουδών και το Ίδρυμα Ρήγας Φεραίος το Μάρτιο του 2013, με αφορμή την επέτειο της ελληνικής επανάστασης. Στις φετινές μας προσπάθειες πολύτιμος αρωγός υπήρξε η Ελληνική Κοινότητα Ιασίου με την οποία συνεργαστήκαμε τρεις φορές και η συνεργασία αυτή υπήρξε ιδιαίτερα γόνιμη και εποικοδομητική και για τις δύο πλευρές. Τόσο οι πολιτιστικές μας εκδηλώσεις για τις δύο εθνικές επετείους, την επέτειο του Μεγάλου Όχι και την επέτειο της 25ης Μαρτίου, όσο και το ειδικό επιστημονικό αφιέρωμα στην Ιστορία της Ελληνικής Γλώσσας στέφθηκαν με απόλυτη επιτυχία και είχαν μεγάλη απήχηση στο κοινό.
Ποιοι είναι οι στόχοι μας από εδώ και πέρα; Μα φυσικά ο πρωταρχικός μας στόχος είναι η διδασκαλία της νεοελληνικής γλώσσας σε όλα τα επίπεδα όχι όμως μόνο ως μίας γλώσσας των βιβλίων και των χειρογράφων, αλλά ως μίας ζωντανής γλώσσας επικοινωνίας σε όλους τους τομείς. Θέλουμε οι φοιτητές μας να γνωρίσουν την ελληνική γλώσσα, να τη μελετήσουν, να εμβαθύνουν σε αυτή, να τη χρησιμοποιήσουν και κυρίως να την αγαπήσουν. Βεβαίως, μέσα από τα μαθήματά μας, αλλά κυρίως με τη μορφή ειδικών σεμιναρίων, θα επιχειρήσουμε-ήδη άλλωστε το κάνουμε-να εξοικειώσουμε τους φοιτητές μας με στοιχεία που αφορούν την ιστορία και τις φάσεις εξέλιξης της ελληνικής γλώσσας. Δε νοείται, για παράδειγμα, κάποιος φοιτητής που βρίσκεται στο προχωρημένο επίπεδο ελληνομάθειας να μη γνωρίζει τους βασικούς σταθμούς εξέλιξης της γλώσσας από την αρχαιότητα έως σήμερα. Πιο συστηματική θα είναι επίσης η διδασκαλία της Ιστορίας της Νεοελληνικής λογοτεχνίας, με έμφαση στα λογοτεχνικά έργα που είχαν ιδιαίτερη απήχηση εδώ στη Ρουμανία και τα οποία συνέβαλαν στην αλληλεπίδραση μεταξύ των δύο λαών, των Ελλήνων και των Ρουμάνων. Σε αυτή την προσπάθεια, βέβαια, θα αξιοποιήσουμε-ήδη το έχουμε ξεκινήσει-το πλούσιο μεταφραστικό έργο πολλών Ρουμάνων μελετητών της νεοελληνικής λογοτεχνίας, αλλά και Ελλήνων της Ρουμανίας. Καθώς η γνώση όχι μόνο της ελληνικής γλώσσας, αλλά και η γνώση γενικότερα δεν μπορεί να είναι κτήμα λίγων ούτε είναι μονοπώλιο κανενός, θα πρέπει να ενθαρρυνθούν όσο γίνεται περισσότεροι νέοι επιστήμονες και ερευνητές εδώ στο Ιάσιο- αλλά και στη Ρουμανία γενικότερα- να ασχοληθούν επιστημονικά και επαγγελματικά με την ελληνική γλώσσα. Οι δυσκολίες, βεβαίως, είναι πολλές και είναι κυρίως πρακτικής και οικονομικής φύσεως. Οι προκλήσεις όμως είναι πολύ περισσότερες. Και οι φοιτητές μας εδώ έχουν αποδείξει ότι λατρεύουν τις προκλήσεις.