Με την ίδρυση της Σοβιετικής Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας της Μολδαβίας (ΣΣΔΜ) το 1945 οι διαδικασίες διαμόρφωσης του μολδαβικού έθνους προχώρησαν με περισσότερο συστηματικούς ρυθμούς από ό,τι μεσοπολεμικά, καθώς ο μολδαβισμός είχε «νικήσει» τη ρουμανική μπουρζουαζία και έπρεπε να μεταλλαχθεί από επαναστατικό δόγμα σε κυρίαρχη κρατική ιδεολογία. Βασικός άξονας αυτής της αμφιλεγόμενης διαδικασίας ήταν η γλωσσική, ιστορική και πολιτιστική αποξένωση των Μολδαβών - Ρουμάνων από τους ομοεθνείς γείτονες τους πέραν του Προύθου και η παράλληλη ένταξη τους στο ψευδοϊστορικό μολδαβικό έθνος.
Στην προσπάθειά να περάσει ευκολότερα στην αγροτική και, γενικά, ημιμαθή μολδαβική πλειοψηφία, αυτός ο μολδαβισμός σοβιετικού τύπου εμπλουτίστηκε σκόπιμα με ορισμένα εθνοπολιτισμικά στοιχεία σε βάρος, της ιστορίας και των παραδόσεων του γειτονικού ρουμανικού λαού. Η ρουμανική γλώσσα, κουλτούρα και ιστορία της περιοχής βαφτιζόταν αυθαίρετα μολδαβική, ενώ σημαντικές μορφές των Ρουμάνων, όπως ο Στέφανος ο Μέγας και ο Δημήτριος Καντεμίρ, παρουσιάζονταν ως εθνικοί ήρωες του μολδαβικού λαού, ενώ παραδοσιακά ρουμανικά παραμύθια και τραγούδια προβάλλονταν ως εκφράσεις του λαϊκού μολδαβικού πνεύματος.
Ο υπερτονισμός αυτής της διαφορετικότητας των Μολδαβών από τους Ρουμάνους είχε πολύ μεγάλη σημασία για τους Σοβιετικούς. Η εφεύρεση μιας υποδουλωμένης μολδαβικής εθνότητας και η προβολή της Μόσχας ως υπερμάχου των δικαιωμάτων της νομιμοποιούσε την κυριαρχία της τελευταίας στη Βεσσαραβία. Για αυτό και στη διαμόρφωση της μολδαβικής ταυτότητας έπρεπε, κατά τους Σοβιετικούς, να αναδειχθεί και να υπερτονιστεί ο ρόλος της σλαβικής – ρωσικής επιρροής. Αυτό βέβαια έφερε τους σοβιετικούς προπαγανδιστές σε μια περίεργη ομολογουμένως θέση: από τη μια υποστήριζαν με θέρμη την άποψη ότι οι Μολδαβοί της Βεσσαραβίας αποτελούν ένα ξεχωριστό έθνος, από την άλλη όμως απεύχονταν την ανάπτυξη ενός ανεξάρτητου από αυτούς μολδαβικού εθνικισμού. Με άλλα λόγια οι Μολδαβοί μπορούσαν να είναι «εθνικιστές» στο βαθμό που η σοβιετική πολιτική τους το επέτρεπε.
Γι΄ αυτό το περίβλημα της μολδαβικής εθνικής ιδεολογίας έμενε ανεξίτηλα σλαβικό. Τα ρωσικά διατηρούσαν το προνόμιο να είναι η επίσημη γλώσσα του κράτους και να χρησιμοποιούνται στη μολδαβική διοίκηση, ενώ η χρήση του λατινικού αλφαβήτου για τη γραφή της, κατά τ’ άλλα, λατινογενούς μολδαβικής γλώσσας τιμωρούνταν ως αντιδραστική συμπεριφορά. Η γλώσσα των Μολδαβών, αν και δε διέφερε από την κοινή ρουμανική, παρουσιαζόταν ως γραμματικά και λεξιλογικά αυτόνομη και εμπλουτιζόταν σκόπιμα με σλαβικές λέξεις. Η δε επίσημη μολδαβική ιστορική αφήγηση τόνιζε αφενός τη μοναδικότητα και τη συνέχεια του μολδαβικού έθνους μέσα στην ιστορία, και αφετέρου εγκωμίαζε τη ρωσική - σοβιετική πολιτική, η οποία ανά την ιστορία ενεργούσε με γνώμονα την πρόοδο και τη ευημερία του μολδαβικού λαού. Το φιλόδοξο αυτό θεωρητικό κατασκεύασμα γινόταν συχνά αντικείμενο κριτικής τόσο από διανοούμενους στη δυτική Ευρώπη όσο και από το κομμουνιστικό καθεστώς του Ceaușescu, το οποίο, λόγω των δικών του ιδεολογικών και οικονομικών διαφορών με την ΕΣΣΔ, δεν έπαψε ποτέ να παρακολουθεί τις εξελίξεις στην ΣΣΔΜ καθόλη τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου. Με τη διολίσθηση, μάλιστα, του Ceaușescu στην προσωπολατρία και τον εθνικισμό τη δεκαετία του ΄80, η ρουμανική κριτική για το ζήτημα ασκούνταν σχεδόν ανοικτά.
Ο ρουμανικός εθνικισμός κατάφερε να απομακρύνει την κομμουνιστική εξουσία και να αναδείξει κάποιες ιστορικές αλήθειες σχετικά με τις ρίζες της μολδαβικής ταυτότητας, ταυτόχρονα όμως είχε ενεργοποιήσει τα αντανακλαστικά άλλων δυο απρόβλεπτων εθνικισμών.
Πίσω, βέβαια, από όλα αυτά βρισκόταν μια σοβιετική πολιτική σκοπιμότητα, η οποία ξεκάθαρα ευνοούσε (και γι’ αυτό την προωθούσαν) συγκεκριμένες εθνικές και κοινωνικές ομάδες από την Ουκρανία και την Υπερδνειστερία που απολάμβαναν συγκεκριμένα προνόμια ήδη από τα χρόνια του Μεσοπολέμου. Τα προνόμια αυτά άρχισαν να αμφισβητούνται σταδιακά με την άνοδο του μορφωτικού επιπέδου του μολδαβικού – ρουμανόφωνου πληθυσμού και τη στοιχειώδη εκμηχάνιση της οικονομίας, διαδικασία που κατάφερε εντέλει να σπάσει τον κλειστό χαρακτήρα της μολδαβικής αγροτικής κοινότητας και να οδηγήσει πολλούς Μολδαβούς – Ρουμάνους στις αστικές περιοχές, φέρνοντάς τους έτσι κοντά στα κέντρα αποφάσεων, από όπου μπορούσαν πλέον να κυνηγήσουν νέες φιλοδοξίες.
Τα ανερχόμενα κοινωνικά στρώματα της ρουμανόφωνης ΣΣΔΜ, βιώνοντας έντονα την οικονομική παρακμή του σοβιετικού κράτους την δεκαετία ‘80, άρχισαν να απαιτούν ολοένα και μεγαλύτερο μερίδιο στη νομή της εξουσίας από τις παραδοσιακές ρωσόφιλες ελίτ. Ο πιο καίριος τρόπος για να εκφραστεί δυναμικά η αντίδρασή τους αυτή ήταν η προβολή και ο υπερτονισμός του εθνικού ρουμανικού τους χαρακτήρα, ως αντίβαρο στην κομμουνιστική - μολδαβική ιδεολογία. Σύμμαχός τους υπήρξε και η πλειοψηφία των ταλαιπωρημένων οικονομικά Μολδαβών – Ρουμάνων της άλλοτε Βεσσαραβίας. Η διάλυση της ΕΣΣΔ και η διακήρυξη της μολδαβικής ανεξαρτησίας το 1991 έδωσαν την εντύπωση πως η ρουμανική ατζέντα είχε νικήσει και μια νέα ένωση ίσως να ήταν κοντά.
Ωστόσο, το πόσο επισφαλής ήταν η στροφή στον «πανρουμανισμό» είχε φανεί ήδη λίγο πριν το 1991 με τις έντονες αντιδράσεις των εθνικών μειονοτήτων απέναντι σε μια ενδεχόμενη ένταξη της Μολδαβίας στη Ρουμανία και την εκδήλωση των αποσχιστικών κινημάτων σε Γκαγκαουζία και Υπερδνειστερία. Στην πρώτη περίπτωση οι συγκρούσεις αποφεύχθηκαν με την παραχώρηση στους Γκαγκαούζους ενός καθεστώτος διευρυμένης εκπαιδευτικής και διοικητικής αυτονομίας. Σε ό,τι αφορούσε όμως τους Ρώσους και τους Ουκρανούς της Υπερδνειστερίας, την πολιτική αντιπαράθεση του 1990 ακολούθησε ένοπλη ρήξη, το τέλος της οποίας το καλοκαίρι του 1992 βρήκε τους σεπαρατιστές οργανωμένους σε μια de facto δική τους (αλλά μη αναγνωρισμένη από κανένα ακόμη κράτος) «δημοκρατία» κατά μήκος του Δνείστερου, η οποία, όντας έδρα των βασικών βιομηχανικών μονάδων της Μολδαβίας αλλά και παλαιού πολεμικού σοβιετικού υλικού, ασκεί έκτοτε τις δικές της πιέσεις στους Μολδαβούς γείτονές της, κάθε φορά που αυτοί θέτουν ζητήματα κρατικής ενότητας, βασιζόμενη πλήρως στη βοήθεια της Μόσχας.
Ο ρουμανικός εθνικισμός είχε, λοιπόν, καταφέρει να απομακρύνει την κομμουνιστική εξουσία και να αναδείξει κάποιες ιστορικές αλήθειες σχετικά με τις ρίζες της μολδαβικής ταυτότητας, ταυτόχρονα όμως είχε ενεργοποιήσει τα αντανακλαστικά άλλων δυο απρόβλεπτων εθνικισμών, οι οποίοι ξαναέβαζαν στο τραπέζι το ενδεχόμενο του διαμελισμού. Προκειμένου κάτι τέτοιο να αποφευχθεί, ο «μολδαβισμός» επέστρεψε, αν και όχι χωρίς αντιρρήσεις, ως κυρίαρχο πολιτικό δόγμα, κρατώντας αυτήν τη φορά μετριοπαθείς τόνους και χωρίς να καταφεύγει στις φαλκιδεύσεις που επιχειρούσε παλαιότερα η σοβιετική προπαγάνδα. Το σύνταγμα του 1994 και οι πολιτικές των προέδρων Mircea Snegur, Petru Lucinschi και Vladimir Voronin ανακλούσαν αυτήν την πραγματικότητα.
Η αντίδραση σε αυτήν την πολιτική, ιδιαίτερα όπως αυτή είχε εκφραστεί μέσω του προέδρου και ισχυρού άνδρα του Κομμουνιστικού Κόμματος Μολδαβίας (το οποίο συνέχισε να δραστηριοποιείται και μετά το 1991) Vladimir Voronin πριν μερικά χρόνια, συνδυάστηκε, και πάλι, με μια έξαρση του ρουμανισμού στην μολδαβική κοινωνία. Η δυναμική αυτή οφείλεται κυρίως στο ότι από τη στιγμή που η Ρουμανία έγινε μέλος της ΕΕ το 2007, έχει αρχίσει να καλλιεργείται στη χώρα ένα ισχυρότατο φιλορουμανικό - φιλοευρωπαϊκό κλίμα (το οποίο συντηρεί επιμελώς το Βουκουρέστι με διάφορες διευκολύνσεις, υποτροφίες, πολιτιστικές ανταλλαγές κ.λπ.), γεγονός το οποίο αναδείχθηκε και μέσα από την πολιτική κρίση που ταλάνισε τη χώρα από το 2009 μέχρι το 2012.
Το χάσμα μεταξύ της ρουμανίζουσας-φιλοδυτικής νέας γενιάς πολιτικών και της μολδαβίζουσας-ρωσόφιλης παλιάς ελίτ βαθαίνει ακόμη περισσότερο μετά και το πρόσφατο ξέσπασμα των συγκρούσεων στην Ουκρανία. Το ζήτημα, επομένως, της εθνικής ταυτότητας ξεπερνά τα όρια της συνηθισμένης συζήτησης περί συνοχής του μολδαβικού κράτους και αποκτά ευρύτερη σημασία για τη σταθερότητα του γενικότερου γεωπολιτικού status quo στην ανατολική Ευρώπη. Η «ανάγκη» για προσανατολισμό της χώρας είτε προς τη «μολδαβική ανεξαρτησία» είτε προς τη «ρουμανική ενότητα» προκαλεί ποικίλες συζητήσεις και έριδες στην κοινωνία και αμηχανία στην πολιτική ηγεσία. Σε περίπτωση που ενισχυθεί ο «μολδαβισμός», η Μολδαβία θα επιδιώξει καλές σχέσεις με τη Ρωσία, προκειμένου να μην δυσαρεστήσει περισσότερο τις μειονότητές της και να εξασφαλίσει μια βιώσιμη λύση στο ζήτημα της Υπερδνειστερίας, χωρίς βέβαια να αγνοήσει τους δεσμούς που έχουν σφυρηλατηθεί σε πολιτιστικό επίπεδο τελευταία με το Βουκουρέστι. Αν όμως το Κίσιναου εκμεταλλευτεί αυτούς τους δεσμούς, αποσκοπώντας να προσεγγίσει στενότερα το ΝΑΤΟ και την ΕΕ, τότε τα πράγματα περιπλέκονται. Η Mόσχα δεν βλέπει θετικά την πρόσφατη άνοδο των φιλορουμανικών-φιλοδυτικών δυνάμεων στην εξουσία, από φόβο μήπως αυτές αρχίζουν να απεργάζονται, με δυτική υποστήριξη, την προσάρτηση της Μολδαβίας στη Ρουμανία, διευρύνοντας έτσι τα σύνορα της ΕΕ στο Δνείστερο. Αν πράγματι υλοποιηθεί ένα τέτοιο ενδεχόμενο, η Ρωσία δε θα μπορεί να δικαιολογεί την αυθαίρετη κατοχή εδάφους μιας χώρας-μέλους της EE και θα πρέπει να διαλέξει αν πρόκειται να παρακάμψει τα ισχυρά της συμφέροντα στην περιοχή ή να τα υπερασπίσει, περνώντας σε δραστικότερα μέτρα.
Παρά, λοιπόν, τις δυσκολίες που συνεχώς προκύπτουν από την τρανταχτή αντίφαση μεταξύ της μεγάλης γεωστρατηγικής της σπουδαιότητας και του αδύναμου οικονομικού και κοινωνικού της ιστού, η Μολδαβική Δημοκρατία εξακολουθεί να προσπαθεί να διαμορφώσει εκείνο το πλαίσιο αξιών που θα εξασφαλίσει την εθνική συνοχή και την πολυπόθητη σταθερότητα. Το που, όμως, θα καταλήξει η μολδαβική «ακροβασία» μεταξύ εθνικών ομάδων, πολιτικών ελίτ και διακρατικών συνασπισμών δεν είναι εύκολο να προβλεφθεί, τη στιγμή μάλιστα που, όπως μας δείχνει και η ουκρανική κρίση, το «δίχτυ ασφαλείας» δεν θεωρείται απόλυτα δεδομένο.
Προτεινόμενη βιβλιογραφία:
- Cașu, Igor, «Integrare sau asimilare? Politica etnoculturală a Uniunii Sovietice în Basarabia (1944-1989)», Anuarul Institutului de Istorie “A.D. Xenopol”, 35 (1997)
- King, Charles, The Moldovans. Romania, Russia and the Politics of Culture, Stanford,California, Hoover Institution Press, 2000
- Kolsto, Pal - Edemsky, Andrei, «The Dniester Conflict: Between Irredentism and Separatism», Europe-Asia Studies, 6 (1993)
- Neukirch, Claus, Die Republik Moldau: Nations- und Staatsbildung in Osteuropa, Münster, LIT, 1996
- Scurtu, Ioan (ed.), Istoria Basarabiei de la începuturi până în 1998, București, Editura Semne, 1998
- Solomon, Flavius, «Auf der Suche nach Identität: ethno-kulturelle Auseinandersetzungen in der Republik Moldau», Südosteuropa, 7-9 (2002)
- Van Meurs, Wim, «Carving a Moldavian identity out of history», Nationalities Papers, 1 (1998)