Οι αντίπαλοί της καταδικάζουν έντονα τις πολιτικές της συνεχίζοντας να την περιφρονούν όπως κανέναν άλλο πολιτικό στη σύγχρονη εποχή. Οι υποστηρικτές της «ορκίζονται» στο πολιτικό της θάρρος, την ισχυρή πεποίθηση της και την υπεύθυνη προσέγγιση της που έκαμψε την ισχύ των συνδικάτων. Είτε κάποιος πιστεύει ότι η αποδυνάμωση των συνδικάτων ήταν μια επίδραση του Θατσερισμού είτε ότι ήταν μία αναπόφευκτη συνέπεια της οικονομικής κατάστασης εκείνης της εποχής, αυτό που δεν μπορεί να αμφισβητηθεί είναι ότι η έκταση των αλλαγών στις εργασιακές σχέσεις ήταν σαρωτική στη Βρετανία.
Αναμφισβήτητα, υπάρχουν σημαντικά διδάγματα που μπορούν να αντληθούν από την αντιπαράθεση εμπορικών συνδικάτων και Θάτσερ, τα οποία δεν αφορούν μόνο στην Βρετανία. Κατά τη διάρκεια της πρωθυπουργίας της, η Βρετανία έζησε το μεγαλύτερο χρονικό διάστημα απεργιών στην ιστορία της. Η αντιπαράθεση της με τα συνδικάτα ήταν σκληρή και το αποτέλεσμα επιζήμιο για το μέλλον του συνδικαλισμού στη Βρετανία. Είναι αλήθεια ότι η κυβέρνηση Θάτσερ έθεσε τέλος στη δραματική διαμάχη του «ποιός κυβερνά τη Βρετανία» που αμαύρωσε τη συντηρητική κυβέρνηση την περίοδο το 1973-74. Ωστόσο, θα ήταν απλοϊκό να δούμε την κάμψη της δύναμης των συνδικάτων μόνο ως νίκη της Θάτσερ. Αντίθετα, θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι ήταν οι συνδικαλιστικές οργανώσεις που απέτυχαν να σταθούν στο ύψος των περιστάσεων και οδηγήθηκαν στην ήττα. Στην πραγματικότητα, τα συνδικάτα δεν έλαβαν υπόψη το νέο πλαίσιο εντός του οποίου έπρεπε να λειτουργήσουν, απέτυχαν να υιοθετήσουν μια πραγματιστική προσέγγιση στα προβλήματα και επιδόθηκαν σε μία μάχη «μηδενικού αθροίσματος», με αποτέλεσμα να μετατοπιστεί η ισορροπία δυνάμεων προς την μεριά της κυβέρνησης.
Ως εκ τούτου, η επιτυχία της Θάτσερ στην ήττα των συνδικάτων σε μεγάλο βαθμό εξαρτάται και από τις αποτυχίες της αντίθετης πλευράς. Ένα σημαντικό σημείο που πρέπει να έχουμε κατά νου είναι ότι το μεταβαλλόμενο πολιτικό και οικονομικό περιβάλλον ήταν καθοριστικός παράγοντας. Για τη νέα κυβέρνηση των συντηρητικών, οι ριζικές αλλαγές ήταν επιτακτικές, ως απάντηση στην μακρά περίοδο της εξαιρετικά αρνητικής επίδρασης του συνδικαλισμού στον τομέα των βιομηχανικών σχέσεων. Η οικονομική κρίση και η στροφή της συντηρητικής κυβέρνησης προς μια μονεταριστική πολιτική αποτέλεσε τη βάση της αντισυνδικαλιστικής νομοθεσίας. Με απλά λόγια, το δυσμενές οικονομικό περιβάλλον εντός του οποίου η αγορά πάλευε να λειτουργήσει, χρησιμοποιήθηκε για να δικαιολογήσει τις επιθέσεις στο συνδικαλισμό, ο οποίος θεωρήθηκε ότι εμποδίζει την αποτελεσματική λειτουργία της αγοράς.
Oι πολιτικές της Θάτσερ δεν θα μπορούσαν να εφαρμοστούν στην Ελλάδα. Αν και η κυβέρνηση συνασπισμού έχει λάβει μερικές δραστικές αποφάσεις -κλείσιμο ΕΡΤ ή εμποδίζοντας την προτεινόμενη απεργία των εκπαιδευτικών- σε γενικές γραμμές, υπάρχει έλλειψη πολιτικής ισχύος και προθυμίας για να υποστηρίξει ριζικές νομοθετικές αλλαγές
Η συντηρητική κυβέρνηση απείλησε τα συμφέροντα των συνδικάτων που ήταν στενά συνδεδεμένα με την αριστερά και το εργατικό κόμμα. Οι ηγέτες των συνδικαλιστικών φορέων έχοντας ανατρέψει έναν συντηρητικό πρωθυπουργό -τον Edward Heath- στις αρχές της δεκαετίας του ’70, ήταν προετοιμασμένοι να αγωνιστούν για να διατηρήσουν με οποιοδήποτε κόστος την πολιτική ισχύ και την επιρροή τους στη χάραξη της κυβερνητικής πολιτικής.
Μέσα σε ένα τέτοιο πλαίσιο, οι δύο πλευρές απέρριψαν την επιλογή της διαπραγμάτευσης και του συμβιβασμού, και επιδόθηκαν σε μία κατάσταση «κερδίζω ή να χάνω». Αφ' ενός η αποφασιστική θέση της κυβέρνησης και οι επιπτώσεις της ύφεσης και, αφ' ετέρου, η αδυναμία του συνδικαλιστικού κινήματος να εκτιμήσει και ως επί το πλείστον, να ανταποκριθεί στις προκλήσεις ενός ταχέως μεταβαλλόμενου περιβάλλοντος, καθόρισε την έκβαση του παιχνιδιού. Επομένως υπήρξε μια σειρά υποκείμενων παραγόντων που σφράγισε τη μοίρα του συνδικαλιστικού κινήματος στη δεκαετία του ‘80 στη Βρετανία. Παράγοντες που είναι σε μεγάλο βαθμό συγκρίσιμοι με την παρούσα κατάσταση στην Ελλάδα. Τάσεις όπως η υψηλή ανεργία, η αναδιάρθρωση της οικονομίας και οι μεγάλες αλλαγές στη σύνθεση του εργατικού δυναμικού είχαν αρνητικές μακροπρόθεσμες επιπτώσεις για τις συνδικαλιστικές οργανώσεις που απώλεσαν την δυνατότητα τους να ασκούν πολιτική επιρροή και να υπερασπίζουν τα δικαιώματα των μελών τους. Στην πραγματικότητα, τα συνδικάτα έχασαν την ευκαιρία να θέσουν νέες παραμέτρους στις δραστηριότητές τους.
Θα μπορούσαν οι πολιτικές της Θάτσερ να εφαρμοστούν στην Ελλάδα; Η απλή, άμεση απάντηση είναι όχι. Αν και η κυβέρνηση συνασπισμού έχει λάβει μερικές δραστικές αποφάσεις -κλείσιμο της κρατικής τηλεόρασης ΕΡΤ ή εμποδίζοντας την προτεινόμενη απεργία των εκπαιδευτικών- σε γενικές γραμμές, υπάρχει έλλειψη πολιτικής ισχύος και προθυμίας για να υποστηρίξει ριζικές νομοθετικές αλλαγές. Μέχρι στιγμής, η ελληνική κυβέρνηση έχει ανταποκριθεί χωρίς όμως να είναι ισχυρογνώμων και αποφασιστική. Το πιο σημαντικό ερώτημα, ωστόσο, σχετίζεται με το πεδίο της δραστηριότητας των συνδικάτων. Θα μπορούσε η συμπεριφορά των ελληνικών συνδικάτων να διαφέρει από τους Βρετανούς ομολόγους τους; Λαμβάνοντας υπόψη τη δραστηριότητά τους μέχρι στιγμής η πιο πιθανή απάντηση είναι, επίσης, όχι. Και αυτό δεν θα ήταν το αποτέλεσμα μιας δραστικής κυβερνητικής πολιτικής. Εξάλλου, η νομοθεσία είναι ένα πολύ σημαντικό μέσο αλλαγής, αλλά αν αυτή δεν τεθεί σε εφαρμογή καθίσταται σχετικά άνευ αξίας και ως εκ τούτου οι επιπτώσεις της είναι ελάχιστες. Ενώ ο αριθμός των μελών των συνδικαλιστικών ενώσεων δείχνει μια αύξηση της τάξης του 6% (την περίοδο 2003-2008, σύμφωνα με το Ευρωπαϊκό Παρατηρητήριο Εργασιακών Σχέσεων), οι συνδικαλιστικές οργανώσεις έχουν αποτύχει να προσεγγίσουν τον ευρύτερο πληθυσμό. Αντιστρόφως, η κοινή γνώμη βλέπει με επιφύλαξη την συνδικαλιστική δραστηριότητα. Μια δημοσκόπηση της Marc αποκάλυψε ότι το 72,6% των πολιτών θεωρούν την απεργία που σχεδίαζαν να πραγματοποιήσουν οι εκπαιδευτικοί υπερβολική. Αυτή η αναδυόμενη τάση έλλειψης δημόσιας συμπάθειας μπορεί σε μακροπρόθεσμη βάση, να βλάψει τη διαπραγματευτική θέση της ηγεσίας των συνδικαλιστικών οργανώσεων.
Πώς θα μπορούσε κανείς να προβλέψει κατά πόσον και σε ποιο βαθμό η συμπεριφορά και η στρατηγική του συνδικαλιστικού κινήματος στην Ελλάδα μπορεί να αλλάξει; Η τρέχουσα πολιτική και οικονομική κρίση αποτελεί μια ευκαιρία για όλους και κυρίως για τα συνδικάτα να επαναπροσδιοριστούν. Να αναδιοργανώσουν την πολιτική στρατηγική τους και τις εσωτερικές τους διαδικασίες. Να εκδημοκρατιστούν και να επανακτήσουν την υποστήριξη των πολιτών και την ανοχή της κυβέρνησης. Αλλά το πιο σημαντικό, να σταματήσουν να χρησιμοποιούν την εξουσία τους με σκοπό την αναστάτωση και τον φανατισμό και να εστιάζουν στο να διεκδικούν θετικά οφέλη για τα μέλη τους και τους απλούς εργαζόμενους. Ίσως η απάντηση να έχει ήδη δοθεί από την Θάτσερ, όταν υποστήριξε ότι «... ο στόχος είναι να αλλάξει η ψυχή».