Η απόφαση της ελληνική κυβέρνησης να διενεργήσει δημοψήφισμα φαινομενικά αιφνιδίασε τους πάντες. Οι Ευρωπαίοι εταίροι και το ΔΝΤ δεν είναι καθόλου ευχαριστημένοι με αυτή την απόφαση και το έχουν ξεκαθαρίσει σε όλους τους τόνους. Τα κόμματα της αντιπολίτευσης έσπευσαν να ανακυρήξουν την κυνέρνηση ανίκανη και συσπειρωθηκαν για να ενισχύσουν το ΝΑΙ. Χωρίς αμφιβολία, η κίνηση της ελληνικής κυβέρνησης έχει κάποιες αδυναμίες αλλά η αλήθεια είναι ότι η λέξη δημοψήφισμα ανέκαθε προκαλούσε νευρικότητα στις Βρυξέλλες.
Πολλοί, μεταξύ αυτών και ο Γενικός Γραμματέας του Συμβουλίου της Ευρώπης Torbjørn Jagland, προκαλούν την νομιμότητα και νομιμοποίηση της απόφασης να δωθεί μόνο μια εβδομάδα στους Έλληνες πολίτες για αποφασίσουν τι θα ψηφίσουν. Οι εταίροι της χώρας έχουν επίσης δηλώσει ότι η πρόταση που τίθεται υπό λαϊκή ετυμηγορία οπωσδήποτε δεν είναι πλέον σε ισχύ, όποτε και αμφισβητούν την εγκυρότητα το δημοψηφίσματος. Με δεδομένο ότι είναι η πρώτη φορά μετά από 41 χρόνια που δίνεται η ευκαιρία στον Ελληνικό λαό να εκφράσει άμεσα την βούληση του για ένα κρίσιμο ζήτημα μέσω δημοψηφίσματος, η κυβέρνηση όφειλε να έχει διασφαλίσει ότι τόσο η διαδικασία όσο και το ερώτημα του δημοψηφίσματος είναι παντελώς αδιάβλητα από κάθε είδους κριτική.
Παρ 'όλες, όμως, τις όποιες ενδεχόμενες αδυναμίες που ενέχει ίσως η απόφαση της ελληνικής κυβέρνησης να διεξάγει δημοψήφισμα, τα επιχειρήματα στο στρατόπεδο του «Ναι» είναι έτει περαιτέρω τρωτά. Η επιμονή να συνδέεται το δημοψήφισμα με το μέλλον της Ελλάδος στην Ευρωζώνη ή ακόμα και στην Ε.Ε., όχι μόνο στερείται νομικής βάσης. Αλλά είναι, και ανεξήγητη από πολιτική άποψη, εάν λάβουμε υπόψη την προσήλωση του στρατοπέδου του «Ναι» στα ευρωπαϊκά ιδεώδη - των οποίων η δημοκρατία είναι ο πυρήνας. Όταν λοιπόν προτάσσουν το επίχειρημα ότι το δημοψήφισμα δεν θα έπρεπε να γίνει καν ή όταν συνδέουν το αποτέλεσμα της Κυριακής με το μέλλον της Ελλάδας στην Ευρωζώνη, υπονομεύουν τον ίδιο τον πυρήνα της δημοκρατικής ταυτότητας της Ε.Ε. Οι Έλληνες πολίτες έχουν υποφέρει πάρα πολύ τα τελευταία χρόνια από τα μέτρα καταπολέμησης της κρίσης που τους επιβληθηκαν. Έχουν κληθεί να ψηφίσουν σε εκλογές αρκετές φορές από το 2009, μόνο για να δούν στη συνέχεια την ψήφο τους να ακυρώνεται μέσω αντιδημοκρατικών διαδικασιών και ψεύτικων υποσχέσεων. Αυτή είναι η πρώτη φορά που τους ζητείται άμεσα να εκφράσουν την άποψη τους για τα μέτρα που προτείνονται από την ΕΕ και το ΔΝΤ. Έχουν το δικαίωμα να αποφασίσουν χωρίς απειλές και πιέσεις από οποιαδήποτε πλευρά.
Όταν λοιπόν προτάσσεται το επίχειρημα ότι το δημοψήφισμα δεν θα έπρεπε να γίνει καν ή όταν συνδέεται το αποτέλεσμα της Κυριακής με το μέλλον της Ελλάδας στην Ευρωζώνη, υπονομεύευται ο ίδιος ο πυρήνας της δημοκρατικής ταυτότητας της Ε.Ε.
Αν η ετυμηγορία είναι «ναι», τότε ο συνασπισμός του ΣΥΡΙΖΑ-AΝΕΛ πρέπει να αποδεχθεί τη λαϊκή βούληση και να παραιτηθεί, καθώς οι ίδιοι έχουν δεσμευτεί να πράξουν, αφήνοντας τις διαπραγματεύσεις σε μια νέα – εκλεγμένη - κυβέρνηση. Αν η ετυμηγορία είναι «όχι», τότε η ΕΕ και το ΔΝΤ πρέπει να αποδεχθούν τη βούληση των Ελλήνων και να τροποποιήσουν τη συνταγή διάσωσής τους. Το επιχείρημα ότι το ερώτημα του δημοψηφίσματος ξεπερνά την κριτική ικανότητα των ψηφοφόρων είναι αναμφίβολα υποτιμητικό: Πρόκειται για τους ίδιους ψηφοφόρους που προσέρχονται στην κάλπη αδιαλείπτως τα τελευταία 41 χρόνια προκειμένου να εκλέξουν τους τοπικούς και εθνικούς αντιπροσώπους τους. Σίγουρα, λοιπόν μπορούν αυτοί οι ίδιοι ψηφοφόροι να κρίνουν και την πρόταση ΕΕ / ΔΝΤ;
Κυρίως, όμως, δεν υπάρχει σαφής και άμεση τοποθέτηση των υποστηρικτών του ‘Ναι’ σε ένα βασικό σημείο που θα μπορούσε να βοηθήσει πραγματικά τους ψηφοφόρους να αποφασίσουν: Ποιά είναι η θέση όσων πρεσβεύουν το ‘ επί της ουσίας της πρότασης της ΕΕ / ΔΝΤ (έστω κι αν αυτή θεωρείται εκπρόθεσμη); Μια ουσιαστική απάντηση, η οποία θα διαφωτίσει τους πολίτες ως προς τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα της πρότασης, είναι αυτό που χρειάζεται αυτή τη στιγμή, ιδιαίτερα υπό το φως της έκθεσης του ΔΝΤ που δόθηκε στη δημοσιότητα χθες και στην οποία το ΔΝΤ παραδέχεται ότι το ελληνικό χρέος δεν είναι βιώσιμο.Σε κάθε περίπτωση, δύο πράγματα πρέπει να συμβούν μετά το δημοψήφισμα: Πρώτον, όποια κι να είναι η κυβέρνηση μετά το δημοψήφισμα θα πρέπει να αρχίσουν να εφαρμόζουν αυτές οι μεγάλες αλλαγές που κάθε πολίτης της Ελλάδας λαχταρά χρόνια τώρα, και οι οποίες δεν απαιτούν και πάρα πολλά χρήματα για να επιτευχθούν: η καταπολέμηση της διαφθοράς, της γραφειοκρατίας και των πελατειακών σχέσεων. Αυτός είναι ο μόνος τρόπος για να αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη τόσο των Ελλήνων πολιτών προς το ελληνικό κράτος, όσο και ανάμεσα στην Ελλάδα και τους εταίρους της στην ΕΕ.
Δεύτερον, οι διαπραγματεύσεις θα πρέπει να συνεχιστούν την Δευτέρα, με τον ίδιο τρόπο που οι συνομιλίες και οι διαπραγματεύσεις μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ συνεχίστηκαν μετά το «Όχι» των Γάλλων και των Ολλανδών στη Συνταγματική Συνθήκη της ΕΕ κατά την περίοδο 2005-2006 και μετά το «Όχι» των Ιρλανδών στην Συνθήκη της Λισσαβόνας. Τα δημοψηφίσματα πάντα προκαλούσαν νευρικότητα στις πολιτικές ελίτ της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Τεκμηριώνεται εκτενώς στη σχετική βιβλιογραφία ότι οι ψήφοι των Γάλλων και των Ολλανδών εναντίον της Συνθήκης για τη θέσπιση Συντάγματος για την Ευρωπαϊκή Ένωση προκάλεσε μεγάλο σοκ σε όλα τα θεσμικά όργανα της ΕΕ. Ακολούθησε μια περίοδος προβληματισμού, κατά τη διάρκεια της οποίας τα θεσμικά όργανα της ΕΕ, ιδιαίτερα η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, επιχείρησαν να οργανώσουν και να συμβάλουν στο δημόσιο διάλογο με τους πολίτες σχετικά με το πολιτικό μέλλον της Ένωσης. Βασικά στοιχεία της δημόσιας εκίνης διαβούλευσης ήταν η δημοκρατική νομιμότητα, η διαφάνεια στη διαδικασία λήψη αποφάσεων της ΕΕ, ο ρόλος των κοινωνικών εταίρων και της συμμετοχής των πολιτών στην οικοδόμηση της πολιτικής ταυτότητας της Ένωσης. Εκείνη η περίοδος ‘προβληματισμού’ κατέληξε στη σύνταξη της Συνθήκης της Λισαβόνας. Παρά τη μακρά περίοδο διαπραγματεύσεων και δημοσίου διαλόγου, η Συνθήκη αυτή ετέθη εκ νέου σε δημοψήφισμα στην Ιρλανδία. Απορρίφθηκε από τους Ιρλανδούς πολίτες και περαιτέρω τροποποιήθηκε πριν τελικά λάβει την έγκρισή τους σε ένα δεύτερο δημοψήφισμα. Και για να είμαστε ακόμη πιο ακριβείς, τα ζητήματα του δημοκρατικού ελλείμματος της ΕΕ και της συμμετοχής των πολιτών στη διαδικασία λήψης αποφάσεων έχουν κυριαρχήσει στις δημόσιες συζητήσεις σχετικά με το μέλλον της ΕΕ από τότε που τέθηκε σε ισχύ η Συνθήκη του Μάαστριχτ (Η Ευρωπαϊκή Ένωση το 1992), η οποία εισήγαγε ένα σύνολο νέων πολιτικών στόχων που προωθούσαν την Ευρωπαϊκή ολοκλήρωσηπολύ πέρα από τους αρχικούς οικονομικούς στόχους της ΕΟΚ.
Αυτό που μας δείχνει η πρόσφατη ιστορία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης είναι ότι κάθε φορά που οι πολίτες της ΕΕ λένε «όχι», οι πολιτικοί αρχικά κλονίζονται. Παρόλαυτά, οι χώρες που απαρτίζουν αυτή την Ένωση στο τέλος πάντα κατορθώνουν να προχωρήσουν ενωμένες, αναγνωρίζοντας εν τέλει το δικαίωμα κάθε χώρας-μέλους να διατήρήσει κάποιες λίγες ιδιαιτερότητες (θυμίζουμε εδώ, ενδεικτικά, και τις διαπραγματεύσεις Δανίας και Ηνωμένου Βασιλείου που πέτυχαν να εξαιρεθούν της υποχρεωτικής ένταξής τους στην Ευρωζώνη, καθώς και του Ηνωμένου Βασιλείου να μην συμμετέχει στη ζώνη Σένγκεν). Δεν υπάρχει κανένας λόγος, επομένως, να μην συνεχίσουμε ενωμένοι όλοι οι Ευρωπαίοι και αυτή τη φορά, ανεξαρτήτως του αποτελέσματος της Κυριακής.