Τα αποτελέσματα του ελληνικού και βρετανικού δημοψηφίσματος και η διαχείρισή τους επικοινωνιακά και πολιτικά από τις Βρυξέλλες και το Βερολίνο καταδεικνύουν ένα τρομακτικό έλλειμμα δημοκρατίας και σεβασμού των επιλογών της εκάστοτε κοινωνίας. Η φρασεολογία των τελευταίων ημερών έπειτα από το Brexit, η σπουδή να αποχωρήσει η Μεγάλη Βρετανία από την ΕΕ το συντομότερο δυνατό, οι δηλώσεις περί κατάργησης της αγγλικής ως μία από τις επίσημες γλώσσες της ΕΕ, το «ξήλωμα» του ενός από τα 28 αστέρια της ΕΕ, η ειρωνεία Γιούνκερ και Φερχόφσταντ στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο στην Ολομέλεια της περασμένης Τρίτης, είναι σημάδια ενός συστήματος που βρίσκεται σε ελεύθερη πτώση.
Πολλά (και ορθά μπορούν) να ειπωθούν για τον Φάρατζ και τη Λεπέν, τις πολιτικές που πρεσβεύουν. Το θέμα όμως είναι πως τους «κουνούν το δάχτυλο» οι λάθος άνθρωποι, εκείνοι που έχουν συμβάλλει με τις πολιτικές τους στην άνοδο των ξενοφοβικών και ρατσιστικών δυνάμεων στην ΕΕ και την Ευρωζώνη. Είναι οι ίδιοι που έχουν δημιουργήσει μεγάλη απογοήτευση στους πολίτες, κόπωση και θυμό στην νεολαία και τα μικρά και μεσαία εισοδηματικά στρώματα. Η (πολιτική και εκλογική) ιστορία μας έχει διδάξει μέχρι τώρα ότι σε ανάλογες περιόδους στο παρελθόν, αυτά τα κοινωνικά στρώματα και εκείνες οι ηλικιακές ομάδες που θίγονται περισσότερο από αντιπαραγωγικές πολιτικές, από την οικονομική λιτότητα και τις συνέπειες αυτής, τείνουν να υποστηρίζουν ακροδεξιά κόμματα ή τουλάχιστον πολιτικές δυνάμεις που διεκδικούν τον απεγκλωβισμό από την υπάρχουσα κατάσταση και συγκυρία αξιοποιώντας λαϊκιστικά αντανακλαστικά, χωρίς να επενδύουν απαραίτητα στην εθνική αναδίπλωση ή την εθνικιστική προπαγάνδα.
Η πρώτη αντίδραση του στενού πυρήνα των ηγετών της ΕΕ ήταν να συγκληθεί σύνοδος των έξι ιδρυτικών κρατών-μελών στο Βερολίνο για να συζητήσουν για τα επόμενα βήματα. Λογικά θα αναρωτιόταν κάποιος για ποιο λόγο δεν περίμεναν την Σύνοδο Κορυφής των 27 κρατών-μελών, ώστε να διαβουλευτούν όλοι μαζί.
Χθες ήταν ο Αλέξης Τσίπρας και ο ελληνικός λαός, σήμερα είναι ο Κάμερον και οι Βρετανοί. Η στοχοποίηση πολιτικών ηγετών που καταφεύγουν στην απόλυτα δημοκρατική λύση του δημοψηφίσματος, όπως επίσης και των πολιτών που επιλέγουν να μην ακολουθήσουν αυτό που θα ήθελαν συγκεκριμένοι πολιτικοί κύκλοι, πέρα από υποκριτική, είναι και άκρως αποπροσανατολιστική. Ήδη έχει ξεκινήσει η συζήτηση για το πώς θα ακυρωθεί το αποτέλεσμα του βρετανικού δημοψηφίσματος, αν τελικά θα προχωρήσει η αποχώρηση της Μεγάλης Βρετανίας από την ΕΕ, μέσα από διάφορα ζητήματα και κωλύματα νομικής φύσης. Η ουσία όμως του αποτελέσματος του δημοψηφίσματος, όπως επίσης και τα κίνητρα ή αδιέξοδα που οδήγησαν τους Βρετανούς πολίτες σε αυτή την επιλογή, για άλλη μια φορά δεν συζητούνται ώριμα και υπεύθυνα τόσο στο Συμβούλιο της ΕΕ, όσο και στην Κομισιόν και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.
Η πρώτη αντίδραση του στενού πυρήνα των ηγετών της ΕΕ ήταν να συγκληθεί σύνοδος των έξι ιδρυτικών κρατών-μελών στο Βερολίνο για να συζητήσουν για τα επόμενα βήματα. Λογικά θα αναρωτιόταν κάποιος για ποιο λόγο δεν περίμεναν την Σύνοδο Κορυφής των 27 κρατών-μελών, ώστε να διαβουλευτούν όλοι μαζί. Ακόμα και στον πιο αμέτοχο παρατηρητή των εξελίξεων, είναι σαφές ότι στόχος των Βρυξελλών και του Βερολίνου, και στον οποίο συνηγορούν μέχρι τώρα με την εκκωφαντική σιωπή τους Ρώμη και Παρίσι, είναι η δημιουργία μιας «στενότερης» Ένωσης ή, όπως λεγόταν παλαιότερα στην βιβλιογραφία, «μιας Ένωσης δύο ταχυτήτων». Μόνο που ακόμα και αυτή η Ευρώπη δύο ταχυτήτων δεν μπορεί να προχωρήσει, κυρίως γιατί ακόμα και εκείνοι που την επικαλούνται ή την επιθυμούν γνωρίζουν ισχυρές αντιστάσεις στο εσωτερικό. Τα χριστιανοδημοκρατικά κόμματα έχουν να αντιμετωπίσουν την κοινωνική δυσαρέσκεια που εκφράζεται μέσα από την υποστήριξη ακροδεξιών και εθνικιστικών κομμάτων, ενώ τα σοσιαλιστικά κόμματα έχουν παροπλισθεί ιδεολογικά και πολιτικά, συντασσόμενα με την αποτυχημένη συνταγή των οικονομικών λιτότητας από το 2008 και μετά.
Ο πολιτικός «χώρος» που μένει ανεκμετάλλευτος είναι εκείνος της Αριστεράς, η οποία οφείλει να κινηθεί ενεργότερα και πειστικότερα σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Άνοδος της Αριστεράς έχει παρατηρηθεί μόνο στην Ελλάδα, την Ισπανία και την Πορτογαλία, αλλά δεν αρκεί για να αλλάξουν οι δυσμενείς συσχετισμοί δυνάμεων.
Η νέα περίοδος στην οποία μπαίνουμε -συνέχεια εκείνης που ξεκίνησε το 2008- θα έχει ακόμη μεγαλύτερες προκλήσεις, αλλά και ισχυρά διλήμματα. Όσο κρύβονται κάτω από το τραπέζι, τόσο θα μεγαλώνει ο κίνδυνος διάσπασης και ανεξέλεγκτης σύγκρουσης.