Έχοντας κατά νου το πρόσφατο παράδειγμα της ‘Αραβικής Άνοιξης’, όπου η οργάνωση των εξεγέρσεων, η επικοινωνία μεταξύ των συμμετεχόντων και η ενημέρωση του εγχώριου και διεθνούς κοινού για τα τεκταινόμενα έγινε σε μεγάλο βαθμό μέσα από τις δυνατότητες που παρέχει το διαδίκτιο, μπορούμε με ασφάλεια να καταλήξουμε στο συμπέρασμα πως τα μέσα αυτά έχουν εν πολλοίς καταφέρει να δημιουργήσουν ‘πονοκέφαλο’ στους ηγέτες και η ρύθμιση της χρήσης τους είναι σαφώς επιθυμητή για πολλούς από αυτούς. Η δυσπιστία μεγάλης μερίδας του κοινού προς τα ‘mainstream media’, που θεωρούνται εν πολλοίς πως πάσχουν από άποψη αμερόληπτης παρουσίασης της ειδησιογραφίας, έχει οδηγήσει στην αναζήτηση εναλλακτικών πηγών ενημέρωσης και κατά συνέπεια σε μια άτυπη επέκταση της τέταρτης εξουσίας, που επιτρέπει στο καθένα μας να συμμετάσχει ενεργά στη δημιουργία, τη διάδοση και το σχολιασμό μιας είδησης.
Ενώ σε μεγάλο βαθμό το ίντερνετ λειτουργεί με μια διαδικασία ‘αυτοελέγχου’, επιτρέποντας στους ίδιους τους χρήστες να καταγγείλουν παράνομο περιεχόμενο και κατά συνέπεια να αποφασίσουν τί επιτρέπεται και τί όχι στο διαδίκτυο, ο κρατικός έλεγχος δε λείπει
Ο ενεργός πολίτης μπορεί εύκολα πλέον να μη λειτουργεί ως παθητικός δέκτης πληροφοριών αλλά να είναι ο ίδιος δημοσιογράφος, φωτορεπόρτερ ή ακόμα και μέσο ενημέρωσης. Η συζήτηση για το αν μια τέτοια εξέλιξη είναι θεμιτή ή όχι, και τί μειονεκτήματα κρύβει η μετατροπή του διαδικτίου σε ένα e-καφενείο ανταλλαγής απόψεων, θεωριών και ειδήσεων, είναι σημαντική και αναγκαία, αλλά από πλευράς ελευθερίας της έκφρασης, το ενδιαφέρον οφείλει να εστιαστεί στο κατά πόσο τα μέσα αυτά μπορούν στο σύνολο τους να ελέγχονται / περιορίζονται από το κράτος, και σε τί βαθμό.
Οι κανόνες και η νομοθεσία που διέπουν ζητήματα ελευθερίας της έκφρασης και τους συνακόλουθους νόμιμους περιορισμούς σε αυτή, καλύπτουν και την επικοινωνία μέσω του διαδικτύου. Ενώ στα πρώτα χρόνια ύπαρξής του, το ίντερνετ ήταν ένας κατεξοχήν ‘unregulated’ χώρος, όπου οι κρατικές παρεμβάσεις ήταν ουσιαστικά ανύπαρκτες, δεν θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί πως κάτι τέτοιο ισχύει και σήμερα. Αντιθέτως, και σε αρκετές δυτικές δημοκρατίες υπάρχει μεγάλη ρύθμιση και έλεγχος του ίντερνετ ως προς τη διακίνηση ‘παράνομου ή υβριστικού’ περιεχομένου που περιλαμβάνει περιορισμούς στη διακίνηση παιδικής πορνογραφίας, αποκλεισμό της ρητορικής μίσους και απαγόρευση υλικού που σχετίζεται με τη τρομοκρατία.
Ενώ σε μεγάλο βαθμό το ίντερνετ λειτουργεί με μια διαδικασία ‘αυτοελέγχου’, επιτρέποντας στους ίδιους τους χρήστες να καταγγείλουν παράνομο περιεχόμενο και κατά συνέπεια να αποφασίσουν τί επιτρέπεται και τί όχι στο διαδίκτυο, ο κρατικός έλεγχος δε λείπει. Στην Αγγλία φερ’ ειπείν, πρόσφατα προτάθηκε η χρήση φίλτρων που θα απέκλειαν τη πρόσβαση σε πορνογραφικό υλικό την οποία ο χρήστης μπορούσε να άρει με αίτηση στην εταιρία παροχής ίντερνετ που χρησιμοποιεί, ενώ πρόσφατα επιβλήθηκαν ποινές σε δύο χρήστες Τwitter για υβριστικά και απειλητικά μηνύματα κατά δημοσιογράφου, πράξεις που στοιχειοθετούν το έγκλημα του ‘improper use of a public electronic communications network’. Πιο πρόσφατο παράδειγμα στην Ελλάδα φυσικά η περίπτωση της καταδίκης του χρήστη Facebook που είχε φτιάξει τη σατυρική σελίδα για το ‘Γέροντα Παστίτσιο’.
Φυσικά τέτοιες παρεμβάσεις διαφέρουν από το ακραίο μέτρο της κυβέρνησης Ερντογάν. Το κατά πόσο μια ολοκληρωτική απαγόρευση πρόσβασης σε social media θα επιτρεπόταν για λόγους δημόσιας τάξης είναι αρκετά αμφίβολο, ειδικά όταν το μέτρο πάρθηκε με σκοπό να περιορίσει τη διακίνηση πληροφοριών που αφορούσαν σε εμπλοκή του πρωθυπουργού σε υποθέσεις διαφθοράς λίγες μέρες πριν από εκλογές. Παράλληλα είναι μια κίνηση που κρύβει μια αφέλεια και έλλειψη κατανόησης για το πώς λειτουργεί το ίντερνετ. Ήδη από τις πρώτες μέρες της απαγόρευσης, πολλοί χρήστες είχαν καταφέρει να ανακτήσουν πρόσβαση στο site, ενώ η απαγόρευση προκάλεσε διεθνή κατακραυγή. Το Τουρκικό Συνταγματικό Δικαστήριο εν τέλει έκρινε παράνομη τη κίνηση του Ερντογάν και σίγουρα στη διεθνή σκηνή η κυβέρνηση εκτέθηκε. Το γεγονός όμως πως το κόμμα του Ερντογάν δε φάνηκε να επηρεάζεται καθόλου από την αρνητική δημοσιότητα και κατάφερε να κερδίσει τις τοπικές εκλογές θέτει ένα κακό προηγούμενο. Ο Ερντογάν βγαίνει κερδισμένος από τη κίνηση του αυτή και η μετέπειτα δικαστική κρίση της πράξης του ως παράνομης, λίγα μπορεί να προσφέρει στην αποτροπή του προφανούς αποτελέσματος που το μέτρο επεδίωξε να επιφέρει. Είναι ένα ανησυχητικό παράδειγμα για το πώς το ‘αγκάθι’ των social media ως εναλλακτική και μη ελεγχόμενη πηγή ενημέρωσης μπορεί εύκολα να καμφθεί για μικροπολιτικούς σκοπούς.