Οι ρωσοτουρκικές σχέσεις μετά την απόπειρα πραξικοπήματος στην Τουρκία

28.07.2016
  • Γραμματοσειρά
    - +
    K2_DOUBLE_INCREASE_FONT_SIZE
Οι ρωσοτουρκικές σχέσεις μετά την απόπειρα πραξικοπήματος στην Τουρκία

Η πρόσφατη απόπειρα πραξικοπήματος στην Τουρκία θέτει επί τάπητος ορισμένα κρίσιμα ερωτήματα σχετικά με την ταυτότητα και τα κίνητρα των στασιαστών. Επιπλέον, αντικείμενο συζήτησης αποτελούν οι πιθανές επιπτώσεις που τα πρόσφατα γεγονότα θα έχουν αναφορικά με τις βασικές κατευθύνσεις της Τουρκικής Εξωτερικής Πολιτικής σε βραχυπρόθεσμο αλλά και μεσοπρόθεσμο επίπεδο.

 

 

 

 

Χωρίς ακόμη να μπορεί να απαντηθεί με ασφάλεια το ερώτημα ποιοι οργάνωσαν το πραξικόπημα και ποια κίνητρα είχαν, μπορούν ενδεχομένως να γίνουν ορισμένες εκτιμήσεις αναφορικά με το πώς αναμένεται να διαμορφωθούν το επόμενο διάστημα οι επιλογές της Τουρκικής Εξωτερικής Πολιτικής. Ως προς το τελευταίο αυτό ζήτημα, είναι γεγονός ότι ορισμένες τάσεις είχαν ήδη αρχίσει να διαμορφώνονται πριν από τα γεγονότα της 15ης Ιουλίου. Τάσεις, οι οποίες δείχνουν τώρα να ενισχύονται.

 

Ειδικότερα, κατέστη εμφανής εδώ και ορισμένους μήνες η διάθεση της Άγκυρας να αποκαταστήσει τις σχέσεις της με τη Μόσχα, ύστερα από μια περίοδο κλιμακούμενης έντασης των σχέσεων των δύο πλευρών μετά και την κατάρριψη του ρωσικού βομβαρδιστικού από την Τουρκία τον Νοέμβριο του 2015. Φαίνεται έτσι πως για μια σειρά από λόγους η τουρκική πλευρά οδηγήθηκε σε αναθεώρηση της προηγούμενης στάσης της έναντι της Ρωσίας. Οι λόγοι αυτοί έγκεινται:

 

Πρώτον, στη συνειδητοποίηση ότι η πολιτική που ακολούθησε στο μέτωπο της Συρίας οδηγήθηκε σε αδιέξοδο. Αδιέξοδο, το οποίο σχετίζεται τόσο με τη διαφαινόμενη αποτυχία της να επιβάλει την πτώση του Προέδρου Άσσαντ, όσο και με τη μεταφορά της κρίσης στο εσωτερικό της (Κουρδικό, επιθέσεις Ισλαμικού Κράτους). Παράλληλα, η Τουρκία πιθανώς αισθάνθηκε ότι η στήριξη της Δύσης προς εκείνη μετά την κατάρριψη του ρωσικού βομβαρδιστικού υπήρξε κατά βάση ρητορική και δεν έλαβε συγκεκριμένη μορφή. Είναι, ως εκ τούτου, πιθανό ότι ο εξαναγκασμός του Νταβούτογλου σε παραίτηση σχετίζεται με την αποτυχημένη πολιτική που εφάρμοσε στο συριακό και γενικότερα στη Μέση Ανατολή.

 H Tουρκία αναμένεται να απομακρυνθεί περαιτέρω από τη Δύση λόγω των ακραία αυταρχικών πρακτικών που ακολουθεί ο Ερντογάν

 

Δεύτερον, στην κυριαρχία εντός της Τουρκίας της άποψης ότι η αμερικανική πλευρά φλερτάρει με την ιδέα δημιουργίας αυτόνομης κουρδικής περιοχής εντός της Συρίας. Εξέλιξη, η οποία θα έδινε ισχυρά ερείσματα στην Ουάσινγκτον εντός του μελλοντικού συριακού κράτους, ενώ -κατά την άποψη αρκετών- θα της έδινε τη δυνατότητα να προωθήσει τα ενεργειακά της σχέδια στην περιοχή, μέσω της δημιουργίας αγωγών που θα περνούν από το αυτόνομο κουρδικό τμήμα της Συρίας και θα καταλήγουν στις ανατολικές ακτές της Μεσογείου (και από εκεί στις ευρωπαϊκές αγορές).

 

Τρίτον, στις επιπτώσεις του  Brexit, που για την Τουρκία σημαίνει την απώλεια ενός ισχυρού συμμάχου εντός της ΕΕ, με δεδομένο ότι το Ηνωμένο Βασίλειο τασσόταν σταθερά υπέρ της ενταξιακής προοπτικής της γειτονικής χώρας και γενικότερα υπέρ της όσο το δυνατόν μεγαλύτερης προσέγγισης Βρυξελλών-Άγκυρας. Είναι, ως εκ τούτου, δεδομένο ότι η Τουρκία αντιλαμβανόμενη την προοπτική περαιτέρω απομάκρυνσής της από την ΕΕ στράφηκε προς την αναζήτηση νέων ερεισμάτων.

 

Τα παραπάνω δεδομένα διαμόρφωσαν ένα νέο τοπίο, που οδήγησε την Τουρκία σε μιας μορφής προσέγγιση με τη Ρωσία αλλά και το Ιράν, το οποίο επίσης θεωρεί ότι απειλείται από ενδεχόμενη δημιουργία αυτόνομης κουρδικής περιοχής στη Συρία αφού στο εσωτερικό του ζει μεγάλος αριθμός Κούρδων.

 

 

Σε ό,τι αφορά τα γεγονότα της 15ης Ιουλίου, αυτά αναμένεται να ενισχύσουν τις παραπάνω τάσεις, καθότι:

 

Πρώτον, η Τουρκία αναμένεται να απομακρυνθεί περαιτέρω από τη Δύση λόγω των ακραία αυταρχικών πρακτικών που ακολουθεί ο Ερντογάν και αναμένεται να ακολουθήσει το επόμενο διάστημα στο εσωτερικό μετά και την επικράτησή του έναντι των πραξικοπηματιών. Πρακτικές, οι οποίες ήδη προκαλούν την έντονη αντίδραση της ΕΕ και των ΗΠΑ.

 

Δεύτερον, η τουρκική κυβέρνηση συνεχίζει να συνδέει, σε κάποιο βαθμό, την εξέλιξη των σχέσεών της με τις ΗΠΑ με τη στάση των τελευταίων έναντι του αιτήματος έκδοσης του Φετουλάχ Γκιουλέν. Μη έκδοση του Γκιουλέν αναμένεται να επιδεινώσει τις αμερικανοτουρκικές σχέσεις.

 

Τρίτον, η Τουρκία θα συνεχίσει να ανησυχεί ότι οι ΗΠΑ ευνοούν τη δημιουργία αυτόνομης κουρδικής περιοχής στη Συρία. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με την αδυναμία της –λόγω της αναταραχής στο στράτευμα αλλά και της γενικότερης στροφής της κυβέρνησης στα εσωτερικά μέτωπα- να εμπλακεί ενεργά στο συριακό μέτωπο και να υποστηρίξει τις δυνάμεις που αντιμάχονται τους Κούρδους, είναι πιθανό να την οδηγήσει σε προσέγγιση με τη Ρωσία. Η τελευταία, δεδομένης της στήριξής της προς τον Άσσαντ, είναι αρνητική στην προοπτική δημιουργίας μιας ομοσπονδιακής Συρίας. Ως προς το ζήτημα αυτό, πάντως, η Άγκυρα ενδεχομένως να προσεγγίσει και το Ιράν, το οποίο επίσης στηρίζει το καθεστώς της Δαμασκού και αντιτίθεται στην προοπτική δημιουργίας αυτόνομης κουρδικής περιοχής.

 

Αναφορικά με τη διαφαινόμενη προσέγγιση Μόσχας-Άγκυρας, θα πρέπει να επισημανθεί το γεγονός ότι ο Πούτιν υπήρξε ένας από τους πρώτους ηγέτες με τους οποίους επικοινώνησε ο Ερντογάν μετά την απόπειρα πραξικοπήματος. Το γεγονός δε ότι συμφωνήθηκε να συναντηθούν στις αρχές Αυγούστου είναι αξιοσημείωτο. Χαρακτηριστική είναι, επίσης, η προσπάθεια του Ερντογάν να συνδέσει την κατάρριψη του ρωσικού βομβαρδιστικού τον περασμένο Νοέμβριο με το πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου, υποστηρίζοντας ότι και τα δύο οργανώθηκαν από το δίκτυο Γκιουλέν. Σημασία εδώ δεν έχει το κατά πόσο οι ισχυρισμοί αυτοί έχουν σχέση με την πραγματικότητα, αλλά το γεγονός ότι ο Τούρκος Πρόεδρος δείχνει να χρησιμοποιεί τη συμμετοχή των δύο πιλότων στο πραξικόπημα για να σηματοδοτήσει τη διαφαινόμενη στροφή στην εξωτερική του πολιτική.

 

Ενδεικτικά είναι, επίσης, ορισμένα δημοσιεύματα στα ρωσικά και ιρανικά ΜΜΕ, σύμφωνα με τα οποία οι ρωσικές μυστικές υπηρεσίες ήταν εκείνες που ενημέρωσαν τον Τούρκο Πρόεδρο σχετικά με το σχεδιαζόμενο πραξικόπημα, με αποτέλεσμα να προλάβει να διαφύγει. Παρά την προφανή αδυναμία επιβεβαίωσης του παραπάνω σεναρίου, τα συγκεκριμένα δημοσιεύματα αποτυπώνουν σαφώς τη διάθεση ορισμένων κύκλων να προωθήσουν την περαιτέρω προσέγγιση των δύο πλευρών.

 

Αναφερόμενοι, τέλος, στη θέση της Ελλάδας υπό το πρίσμα των παραπάνω εξελίξεων, θα πρέπει να επισημάνουμε ότι είναι δύσκολο να γίνει εκτίμηση για το πώς αυτή θα επηρεαστεί. Ωστόσο, αν και είναι αρκετά νωρίς για συμπεράσματα, ενδιαφέρον φαίνεται πως παρουσιάζουν ορισμένες πρόσφατες τοποθετήσεις Αμερικανών αξιωματούχων υπέρ ελληνικών θέσεων. Χαρακτηριστικά αναφέρεται η πρόσφατη αναφορά του Υπουργού Εξωτερικών Τζον Κέρι σε σχέση με την τουρκική εισβολή  στην Κύπρο το 1974, καθώς και η επαναφορά του ζητήματος της ρύθμισης του ελληνικού χρέους από τον Αμερικανό Υπουργό Οικονομικών Τζακ Λιού. Οι τοποθετήσεις αυτές θα έπρεπε ίσως να εξεταστούν και στη βάση των παραπάνω μεταβολών. 

 

 

Δώστε το σχόλιο σας ...